Πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Η Δεσποινίς Τρίχρωμη που μας εφοδιάζει με στιγμές γλυκόπικρης αισθαντικότητας ως τραγουδοποιός, αναδίδει τη συγκίνηση που νιώθει όταν έρχεται σε επαφή με την χαμηλότονη εκφραστικότητα του Elliott Smith στο άλμπουμ Either/Or.
Το προφίλ της… δισκοπαθούσας κατ’ εμέ
Η ιστορία της Δεσποινίς Τρίχρωμη (θα προτιμήσω να μην το κλείσω/νω) μοιάζει λίγο-πολύ γνωστή: Κοπέλα στήνει προσήλωση πίσω από μικρόφωνο και από ένα ή περισσότερα μουσικά όργανα, διοχετεύει τις ανησυχίες και αναζητήσεις της σε τραγούδια όπου η εξομολόγηση είναι αυτοσκοπός και τα συναισθηματικά φορτία δίνουν και παίρνουν. Η διαφοροποίηση τής εδώ παρουσιαζόμενης έγκειται στο ότι τα προϊόντα των εμπνεύσεών της φέρουν ένα καθόλα προσωπικό χαρακτήρα και, χωρίς εκμαιεύσεις που στοχεύουν στον ψυχικό του κόσμο, βάζουν τον δέκτη αβίαστα στην κουβέντα. Θαρρεις πως οι σκέψεις της, από τη στιγμή που κατατίθενται σε λέξεις και ηχητικές φράσεις, αποδρούν από τον μικρόκοσμό της και μεταφέρονται σε εκείνον του ακροατή, καθώς τον τυλίγουν με τη ζεστασιά τους.
Η μουσική της διάλεκτος έχει μια γοητεία που πηγάζει από την ικανότητά της να αφηγείται εμπειρίες σαν να σκιτσάρει τη ρουτίνα της μεγαλούπολης με χρώματα που ξεφεύγουν από το δίπολο άσπρο-μαύρο. Κι είναι επίσης χαρισματικός και πραγματικά ξεχωριστός ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να δημιουργεί συγχρόνως αισθήματα ευφορίας και μελαγχολίας, διατηρώντας αχανή απόσταση από τις παρυφές της θλίψης. Δεν φαίνεται, πάντως, να παλαντζάρει μεταξύ φωτός και σκοταδιού, παρά μόνο να αφήνεται σε μια γλυκιά με μικρές δόσεις πικρίας διατύπωση των παραστάσεών της, ή μάλλον σαν να τραβά μια ευθεία γραμμή που ενώνει σαγηνευτικά τα μέσα με τα έξω της, το ψυχικό της περιεχόμενο με την εκφραστικότητά της. Μόνος διαμεσολαβητής στην όλη υπόθεση, μια σειρά από μειλίχιες διηγήσεις, στο πλαίσιο μιας συνθετικής οδού που μπορεί να μην αναιρεί τα θεμέλια της παραδοσιακής τραγουδοποιίας στο ανεξάρτητο ηχοτοπίο, μα τους προσδίδει μια ιδιότυπη διάσταση, βιωματική και αναγνωρίσιμη.
Οι συλλήψεις της Δεσποινίς Τρίχρωμη χτίζονται μέσα από μια ηλεκτρο-ακουστική απλότητα, όχι όμως απλοϊκότητα, στο πνεύμα μιας λιτής ενορχηστρωτικής πρακτικής που αφήνει χώρο δράσης στο καθένα από τα δομικά στοιχεία να λάμψει. Στα μελωδικά της σχήματα επικρατεί η ραχοκοκαλιά των πλήκτρων, η οποία πότε λειτουργεί εντελώς αυτόνομα και πότε ακουμπά πάνω σε ήπια -ηλεκτρονικά και μη- beats, ενόσω η ίδια πίσω από το μικρόφωνο απλώνει τις εικόνες της. Εικόνες που δεν είναι αφόρητα αστικές, μα ούτε και προσπαθούν να αποσπαστούν ολοκληρωτικά από την μητροπολιτική καθημερινότητα, στιγμιότυπα που μπλέκουν την ονειροπόληση στην καθημερινότητα και εκείνη που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με την ενήλικη συνειδητοποίηση γύρω από πραγματικά δρώμενα και με μια οπτική που κουβαλά μια όμορφη παιδικότητα.
Αν το ντεμπούτο της εν λόγω Αθηναίας, Που Πάνε τα Μπαλόνια;, μια πενταετία πίσω, επικοινώνησε ηχογραφημένες στιγμές που έδειχναν τις πρώτες, διερευνητικές σε σημεία αποτυπώσεις των παραπάνω χαρακτηριστικών, το επόμενο ολοκληρωμένο έργο της, Όνομα, Ζώο, Πράγμα, δύο χρόνια αργότερα την κατέστησε μια αληθινά αυτόφωτη τραγουδοποιό. Μια τραγουδοποιό με ύφος που το ξεχωρίζεις ευθέως, που δεν ετεροκαθορίζεται από τις επιρροές και τις αναφορές της, κι η οποία μοιάζει να διανύει μια καθαρά δική της διαδρομή. Οι συνθέσεις της, πια, αποκτούν μια αισθαντικότητα που σε περιβάλλει με την ποπ αμεσότητα και τον δροσερό λυρισμό της. Η αέρινη φύση τους αποκρούει κάθε ίχνος βαρύτητας, ρέουν σαν τα καρέ μιας νοσταλγικής ημέρας που ανατρέχει σε όμορφες αναμνήσεις, κολλάνε σαν συνήθεια στο νου, μα κάθε φορά που τις ακούς δεν μοιάζουν ίδιες με εκείνες της προηγούμενης ακρόασης.
Η ίδια θα συμβάλλει τόσο με την τοποθέτηση της φωνής, όσο και εκτελώντας οργανικά μέρη, στα εγχειρήματα πολλών συναδέλφων της, όπως σε αυτά του The Boy – Αλέξανδρου Βούλγαρη (τα LP Έτοιμοι Δύο, Εσύ και Παραδουλεύτρα, το 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα), των αποσυντεθειμένων πια Modrec (Art Naive, το 2008 και Mascaraddiction, το 2010), του Lumiere Brother, πλέον Lumiere, δηλαδή του Θανάση Χριστοδούλου των αδικοχαμένων Serpentine (στο Fiction του 2009), της Μαριέττα Φαφούτη (Try A Little Romance του 2010 και Homemade Jοy του 2012), της Kat – Κατερίνας Παπαχρήστου από το Tango with Lions εγχείρημά της (στο δίσκο Α Long Walk του 2013). Στην παρουσία της στο πρότζεκτ που ξεκίνησε και συνεχίζεται ως σήμερα από τον Δημήτρη Αρώνη, αυτό που ακούει στο όνομα Moa Bones, θα συνδράμει σαν ισότιμο μέλος σε ένα υπέροχα ρομαντικό μπουκέτο κομματιών, δυτικών φολκ προσανατολισμών, αυτό που εσωκλείστηκε στο δίσκο Aquarelles, οκτώ χρόνια πριν.
Κινούμενη σε μια νοητή ζώνη μεταξύ προσκηνίου και παρασκηνίου, η Δεσποινίς Τρίχρωμη έχει γράψει και ερμηνεύσει μερικά από τα ομορφότερα ελληνικά τραγούδια (ολόδικά της ή άλλων δημιουργών) της δεκαετίας που μας αφήνει εντός ολίγου. Το “Όντως Φιλιούνται” πιάνει το σφυγμό της ερωτικής παραζάλης στο σύγχρονο σκηνικό, το “Μπαλόνια” αποτελεί τομή μεταξύ της λεκτικής πρόζας και της electronica όπως πρωτοεκφέρθηκε από την έλευση της Laurie Anderson κι έπειτα, με δόσεις από μια μοντέρνα και κλασσικίζουσα ηλεκτρονική ποπ, το “Ηλιοβασίλεμα” ανοίγει εποικοδομητικό διάλογο με την μίνιμαλ πλευρά της μοντέρνας orchestral pop. Στα “Φυτό”, “Το Παιδί” και “Το Παγόβουνο” οι πειραματισμοί της, ρυθμικά και αρμονικά, με την ελεγχόμενα θρυμματισμένη αντίληψη περί songwriting -με απόηχους (όχι απαραίτητα αναφορές) από τις μέρες και τις νύχτες των Mum, των Lali Puna, της Morr Music και της Warp Records- θα την φέρει σε απόλυτα προσβάσιμες στιγμές, σαγηνευτικές σε κάθε τους γύρισμα, με μια γενναιόδωρη μελωδικότητα να τις διαπερνά. Είναι κι εκείνη η φωνητική της συμμετοχή στο παρανάλωμα ανατριχίλας που υπέγραψε ο Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) ονόματι “Γλυκειά μου Αγάπη”, μια αξέχαστη ρωγμή στο συνεχές του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού, μια αντανάκλαση του αχού της ελληνικής μεγαλούπολης του τώρα με όρους διαχρονικούς.
Στο μέχρι τώρα βηματισμό της, πέρα από τα δυο προσωπικά της άλμπουμ και τις συνεργασίες της, θα αναλάβει και θα κατορθώσει να σχολιάσει μοναδικά σκηνές σε ταινίες, όπως αυτές των Γιάννη Κορρέ – Όντως Φιλιούνται; (2017), The Boy – Winona (2019) και σε θεατρικές παραστάσεις, όπως αυτή της Μαριάννα Λιανού με τίτλο Σκαλωσιά (2019)
Εάν τη συναντήσετε σε κάποια από τις λίγες ζωντανές της εμφανίσεις, επιτρέψτε της να σας μεταδώσει μέρος από τη ζεστασιά των τραγουδιών της. Το αξίζετε και το αξίζει.
…και τα λόγια της ιδίας για τον αγαπημένο της δίσκο

Για κάποιο λόγο η έννοια «αγαπημένος μου δίσκος» σχηματίστηκε μέσα μου κάποια συγκεκριμένα χρόνια κάποιας συγκεκριμένης ηλικίας, που ίσως να ισχύει το ίδιο και για τους άλλους, ίσως και όχι, όμως μου δημιουργείται μια απορία: γιατί ανατρέχουμε στο παρελθόν για τον αγαπημένο μας δίσκο και όχι σε κάποιον πιο πρόσφατο που μας έχει κολλήσει και τον ακούμε συνέχεια ; – επειδή αυτά τα πράγματα φαίνονται στο χρόνο (;) το τι θα σε σημαδέψει.
Οι αγαπημένοι μου δίσκοι, όταν τους σκέφτομαι, μου θυμίζουν μία εθιστική μελαγχολία και κάποιες φορές σχεδόν λυπάμαι που αυτό το συναίσθημα πια εμφανίζεται όλο και λιγότερο. Μετά από λίγο το ξεπερνάω πολύ άνετα. Μακάρι να μπορούσα να πω 5 αγαπημένους δίσκους. Όμως, ο ένας που θα διαλέξω (σήμερα) είναι το Either/Or του Elliott Smith.
Κάποιοι θεωρούσαν το άλμπουμ πολύ μαλακό άρα και γω μαλακή είμαι. Πάντα με συγκινούσαν άνθρωποι με πραγματική ανάγκη για έκφραση, που ήξεραν πολύ καλά τι κάνουν όταν φτιάχνουν ένα τραγούδι. Και μέσα σε αυτό το «πολύ καλά» ήταν και το να μην «φωνάζουν» αλλά να σου προκαλούν συναισθήματα με μια έξυπνη ομορφιά που τοποθετούν στα τραγούδια τους με πολλές σίγουρες πινελιές. Ομορφιά που σου φανερώνεται για λίγο.
Ο δίσκος φωνάζει ευαισθησία, από τον τρόπο που είναι παιγμένα τα όργανα μέχρι τον τρόπο που είναι ηχογραφημένα τα όργανα και οι φωνές. Το αδιάκοπο ζεστό μελωδικό ουνίσονο εμπλουτισμένο από έξυπνες δεύτερες φωνές λέει από μόνο του έτσι και αλλιώς ακριβώς αυτό που έχει να πει και ο απλός στίχος των κομματιών. Ταυτοφωνία. Κάποια πολύ σκληρά πράγματα λέγονται εδώ, με τον πιο γλυκό τρόπο. Τα κομμάτια με αέρα χιτ (“Ballad of Big Nothing”, “Pictures of Me”, “Rose Parade”), που είναι και τα περισσότερο ενορχηστρωμένα, φαίνεται να τον ιντριγκάρουν για να εκφράσει περισσότερο κυνισμό, αλληγορική διάθεση και ματαιότητα, αλλά και θυμό σε σημεία. Προσπαθεί να φροντίσει τον εαυτό του με το νανουριστικό και απίστευτα μελαγχολικό, υπέροχο “Airbag” , όμως ποτέ δεν ξεφεύγει από την διαρκή εσωτερική του πάλη (σε πολλά επίπεδα) που παραμονεύει σαν διαρκές σφύριγμα στο πίσω μέρος του μυαλού (“Angeles”). Στο τέλος, μας δείχνει ότι κάπου υπάρχουν κάποια ψήγματα αγάπης προς τον εαυτό του προσπαθώντας συνεχώς να επανορθώσει ακόμα και σε μας…
|>| Στήσε αυτί |<|