Παλιά electronica σαν καινούργια

Conrad Schnitzler

Η φετινή χρονιά, μας κληροδότησε σπουδαία άλμπουμ, συλλογές και συνθέσεις από το παρελθόν της ηλεκτρονικής μουσικής, που καταφθάνουν είτε για να υπενθυμίσουν την αναμφισβήτητη αξία τους, είτε απλώς για να τη γνωστοποιήσουν. Μέσα από εξαιρετικές και επομένως αρκετά ελκυστικές εκδόσεις, σε βινύλιο και cd, επιλέγω 6 επανακυκλοφορίες σημαντικών από πολλές απόψεις παλαιότερων δίσκων ή παλαιότερου electronica υλικού για το 2014. Με τυχαία, και όχι αξιολογική, σειρά έχουμε:

 

grun

CONRAD SCHNITZLER – Gelb / Grün
[Bureau B, πρώτη κυκλοφορία: 1981]

Η παρακαταθήκη του Conrad Schnitzler στα ηχητικά τεκταινόμενα δεν έχει εκτιμηθεί στο εύρος που της πρέπει εδώ και δεκαετίες. Κι αυτό, το δηλώνω (σιγά το κατόρθωμα, θα μου πεις) αναλογιζόμενος πως ο υπόψη Γερμανός μουσικός έδωσε στίγμα τόσο μέσα από τον πρωτόλειο αυτοσχεδιασμό επί των ηλεκτρονικών μέσων των Tangerine Dream και των Kluster (προτού δηλαδή μετονομαστούν και μετασχηματιστούν σε Cluster), όσο και στην μετέπειτα προσωπική του σταδιοδρομία, κατά την οποία (ο ίδιος) ενέτεινε επιτυχώς τους πειραματισμούς του. Η τελευταία, μας αποκαλύπτεται ξανά μέσω της επανέκδοσης δύο σημαντικών της συνιστωσών · των άλμπουμ Gelb και Grün, τα οποία πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας το 1981, παρόλο που οι ηχογραφήσεις οι οποίες εσωκλείονται και στα δύο πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα. Και οι δύο δουλειές, αφέθηκαν άτιτλες και πήραν άτυπα τον τίτλο τους από το χρώμα στο εικαστικό (εξώφυλλο κλπ) τους περιεχόμενο, αποτελώντας μέρος της… εξαλογίας (μαζί με τα επίσης… άτιτλα Rot, Blau, Gold και Silber).

Το Gelb (ή αλλιώς το «κίτρινο άλμπουμ»), που ηχογραφήθηκε το 1974 αλλά εκδόθηκε το 1981, σηματοδοτεί έναν προσανατολισμό στην ανάπτυξη μοτίβων διαλογιστικού χαρακτήρα με έμφαση στην ισορροπημένη παρουσία μικρο-μελωδιών και απόκοσμων βόμβων. Σε δεκατρείς συνθέσεις, μικρής (κοντά στα τρία λεπτά) κυρίως διάρκειας, και συνολικά σε μία περίπου ώρα, ο Schnitzler επιχειρεί και κατορθώνει εν τέλει ένα αντάμωμα αρμονιών από διαφόρων λογιών πληκτροφόρα όργανα (με τα modular synths στο επίκεντρο) και, εν γένει, ηλεκτρονικά εργαλεία (ενισχυτές, ποτενσιόμετρα, μαγνητοταινίες, γεννήτριες συχνοτήτων). Συγκροτημένος και ουσιαστικός, ο ειρμός του Schnitzler στο «κοσμικής» υφής Gelb, αντανακλά επιτυχώς το τρίπτυχο γνώσηδουλειάαποτέλεσμα.

Από την άλλη, το Grün (το «πράσινο άλμπουμ») απαρτίζεται από δύο μόνο κομμάτια, ένα ανά πλευρά βινυλίου, ηχογραφημένα το 1976 και το 1980 αντιστοίχως, αμφότερα, ωστόσο, δημοσιοποιήθηκαν το 1981. Πρόκειται για μακροσκελείς δομές, οι οποίες ξεπερνούν τα είκοσι λεπτά και καθεμία από αυτές διακρίνεται για το έντονο ρυθμικό της σκέλος και για μια επαναληπτικότητα που καταδεικνύει την επίμονη ενδοσκόπηση στην οποία θέλει να υποβάλλει ο δημιουργός τόσο τον ίδιο όσο και τους ακροατές του. Τα beats εδώ ηχούν βιομηχανικά και ο τρόπος που στήνονται, γενικότερα, οι ενοργανώσεις και ο εξοπλισμός, μοιάζει να έχει ίση σημασία με τις συνθέσεις. Παρατηρείς τον Schnitzler στο εσώφυλλο του δίσκου και αντιλαμβάνεσαι πως όλα αυτά τα… μαραφέτια, δεν είναι τίποτα άλλο από τη γενεσιουργό αιτία των συλλήψεων του. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, πως το κομμάτι της δεύτερης πλευράς, “Bis die Blaue Blume blüht”, μπορεί κάλλιστα να αναπαραχθεί σε αμφότερες 33 και 45 στροφές, διαμορφώνοντας μια αλλιώτικη αίσθηση ανάλογα με την εκάστοτε ταχύτητα…


 

Invisible Voices

RUDIGER LORENZ – Invisible Voices
[Anthology Recordings, πρώτη κυκλοφορία: 1983]

Από μόνη της, η ιστορία του, επίσης, Γερμανού Rüdiger Lorenz, αποτελεί σχεδόν μια παραδοξότητα… Φαρμακοποιός στο επάγγελμα, ο Lorenz συνήθιζε πρωτίστως να συλλέγει και δευτερευόντως να κατασκευάζει αναλογικά συνθεσάιζερ και πληκτροφόρα όργανα εν γένει, από τη δύση των ‘60s μέχρι και το 2000, όποτε και άφησε τα εγκόσμια. Από το 1981 χρονολογείται η παρθενική του ηχογραφημένη απόπειρα πλήρους διάρκειας, σε κασέτα, με τις αυτοσχέδιες φόρμες του άλμπουμ Queen Of Saba, που αναβλύζουν ηλεκτρονική «κάψα».

Δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο του και αφού κατέθεσε κι άλλα δείγματα γραφής από δύο ακόμη άλμπουμ, κυκλοφορημένα κι αυτά σε κασέτα, ο Lorenz εκδίδει το καθηλωτικό Invisible Voices, το οποίο τριάντα και πλέον έτη μετά ξαναβρίσκεται στο δρόμο μας. Μέσα του, θα διευθύνει ένα σύμπαν από συνθετικά θέματα, όλα τους εκπεφρασμένα μέσω των αγαπημένων του συνθεσάιζερ και με την παρουσία της ανθρώπινης φωνής μονάχα σε ένα από αυτά. Το στυλ του δίσκου, παραπέμπει δίχως να προσκολλάται τόσο στις διδαχές της γερμανικής ηλεκτρονικής σχολής των ‘70s, όσο και εκείνες της αντίστοιχης γαλλικής, με τον δικό μας Vangelis να παρεισφρέει. Ειδικότερα, ονόματα όπως ο Michael Rother (με ή δίχως τους Neu!, χωρίς πάντως την motorik ρυθμολογία που πατένταραν), ο Wolfgang Riechmann και οι Tangerine Dream (με τις new age απολήξεις τους), σου καρφώνονται στο νου, πλάι σε εκείνα των Tim Blake, Jean Michel Jarre και Space.

Οι μελωδίες έχουν εξέχουσα θέση σε καθεμία από τις εμπνεύσεις του Lorenz και διακρίνονται για τον επικό τους λυρισμό και τη συμφωνική τους χροιά, την ώρα που οι ρυθμοί είναι «πλαστικοί» και ως επί το πλείστον κοφτοί και κυμαινόμενοι σε χαμηλά bpm, ενώ η ένταση είναι κυρίως υφέρπουσα. Οι παραστάσεις του LP είναι «διαγαλαξιακές» και μοιάζουν με μεγαλοπρεπείς αφηγήσεις από εκστρατείες εκτός της γης… Ο τρόμος διαδέχεται την ευφορία και το άγχος την νηνεμία… Όσο για το δείκτη απόλαυσης…, από τη μεριά του δέκτη, θα έλεγα ότι διατηρείται σε υψηλότατα επίπεδα σε κάθε ακρόαση του Invisible Voices.

 

sleeping beauties

VANGELIS KATSOULIS – The Sleeping Beauties
[Into The Light]

Προσπαθώντας να μην μονοπωλήσω τις παρούσες γραμμές με βιογραφικά στοιχεία και «ξεδιπλώματα» της σταδιοδρομίας του, στέκομαι στο ότι το πλέον ιδιαίτερο στη μέχρι τώρα συγκομιδή εγχειρημάτων του Βαγγέλη Κατσούλη, είναι οι επιτυχημένοι και διαρκείς ελιγμοί του μεταξύ μουσικών ειδών, υβριδίων, φορμών και τεχνοτροπιών. Από τη σύνθεση έργων κλασικής μουσικής (συμφωνικά, δωματίου, οπερετικά, για πιάνο και φωνές) και την ηχητική πλαισίωση καλλιτεχνικών δρωμένων (θεατρικών, χορευτικών, κινηματογραφικών και θεατρικών), στις εξαιρετικά γόνιμες τζαζ απόπειρές του (δισκογραφημένες και ζωντανές) και στην ηλεκτρονική θεώρηση που επεφύλαξε στις ιδέες του υπό τη σκέπη τόσο των πάσης φύσεως ηλεκτρονικών εργαλείων (synthesizers, sequencers κλπ) όσο και των φυσικών οργάνων.

Μεταβαίνω, έτσι, στο υλικό του που αφορά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, την ηλεκτρονική (με την ευρεία έννοια) πτυχή της έως τώρα πορείας του και ειδικότερα στο άλμπουμ The Slipping Beauty (με τίτλο παραλλαγή του αντίστοιχου του έργου The Sleeping Beauty του Tchaikovky), που ήρθε στο φως το 1988. Ένα συνθετικό (ελέω συνθεσάιζερ) απόσταγμα αρωμάτων, γεύσεων, εικόνων και χρωμάτων, που απλώνεται σε δύο πλευρές ενός δυσεύρετου δίσκου βινυλίου και λειτουργεί κάτω από μια κεντρική ιδέα που θέλει την ομορφιά να έρχεται σε έναν καλλιτέχνη εν είδει έμπνευσης και να ξεγλιστρά το ίδιο εύκολα από τις σκέψεις του. Την ίδια στιγμή, συμβολίζει και την ιδιότητα της φυσικής ομορφιάς να εξαφανίζεται…

Αυτό ακριβώς το LP, συνιστά κατ’ εμέ το breakthrough του Κατσούλη στην ηλεκτρονική διάσταση των μουσικών τεκταινομένων. Αυτό ακριβώς, και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να δοκιμαστεί και να δοκιμάσει το δέκτη σε ένα μινιμαλιστικό μπαράζ ηχητικών στιγμιοτύπων. Αυτό ακριβώς και μια αφορμή για την σχετικά νεοφερμένη ετικέτα Into The Light Records, των Ηλία Πίτσιου και Tako Reyenga, να επισκεφτεί συνθέσεις του προκείμενου δημιουργού με ανάλογο ύφος, αποσπώντας μάλιστα τέσσερις τέτοιες από τον συγκεκριμένο δίσκο και παραφράζοντας με τη σειρά της τον τίτλο της (προαναφερθείσας) πασίγνωστης κατάθεσης του Tchaikovky. Είναι, άλλωστε, η δεύτερη φορά σε ισάριθμες κυκλοφορίες που το εν λόγω label προσεγγίζει τη δισκογραφημένη συμβολή του Κατσούλη, αφού στο πρώτο κιόλας νούμερο του, την εξερεύνηση της ελληνικής ηλεκτρονικής πραγματικότητας [Into The Light: A Journey Into Greek Electronic Music, Classics & Rarities (1978 – 1991)] συμπεριέλαβε ένα κομμάτι από το The Slipping Beauty.

Στο φετινό The Sleeping Beauties με την υποσημείωση A Collection Of Early And Unreleased Works, εντοπίζουμε εκτός των παραπάνω κομματιών και τρία ακόμη από το άλμπουμ του Κατσούλη Through The Door Into A Dream [1990], δύο ακυκλοφόρητες εκτελέσεις που αποτελέσαν στο παρελθόν ηχητική υπόκρουση σε παραγωγές για τη μικρή οθόνη, καθώς και δυο ολοκαίνουργια κομμάτια που γράφτηκαν ώστε να οδηγηθούν στην παρούσα συλλογή. Εκεί, ξεδιπλώνεται η άποψη του προκείμενου συνθέτη επί των ηλεκτρονικών –με new age, jazz και avant-garde επιστρώσεις– προσανατολισμών. Κι η άποψη αυτή, ενέχει μια αξιοθαύμαστη αντίφαση • ακούγεται ταυτόχρονα λιτή αλλά και πολύβουη. Πολυρυθμική μέσα στις μίνιμαλ αναπτύξεις της από ηλεκτρονικά και φυσικά όργανα, η γραφή που κάνει αισθητή την δράση της εδώ, στέλνει διαρκώς το μπαλάκι των ερμηνειών στον ακροατή.

Σε κάθε της ακρόαση, τούτη η ambient συλλογή πιστοποιεί την οικουμενικότητα και το διαχρονικό σθένος του 65χρονου, πια, καλλιτέχνη.

[Το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr. Το βρίσκεις εδώ]

 

Talk To The Sea

GIGI MASIN – Talk To The Sea
[Music From Memory]

Στην επιφάνεια των μουσικών εξελίξεων, «τα έργα και οι ημέρες» του Ιταλού Gigi Masin δεν κατέλαβαν ποτέ έως και σήμερα σημαντικό μέρος. H ambient πραότητα που αντικατοπτρίζουν οι εμπνεύσεις του Masin και η οποία «χάθηκε» στον κυκεώνα των αναρίθμητων κυκλοφοριών του «είδους», έρχεται να αποκαταστήσει τη θέση της στα ηλεκτρονικά και μη ηχητικά πράγματα, με την αρωγή της ετικέτας Music From Memory και της συλλογής Talk To The Sea.

Στην εν λόγω συλλογή, ανθολογούνται συνθέσεις από διάφορες περιόδους κατά τις οποίες ηχογραφούσε ο Masin, με τη ροή του LP να διατηρεί τη συνοχή της από την αρχή μέχρι το τέλος αυτού. Για το λόγο αυτό, το Talk To The Sea δίνει την εντύπωση μιας «κανονικής» κυκλοφορίας, δηλαδή, ενός άλμπουμ με πρωτόλειο υλικό. Γεγονός, στο οποίο συνηγορεί και η φρεσκάδα την οποία αποπνέουν οι δεκαεπτά πράξεις του δίσκου. Δεκαεπτά ηχητικά σχέδια, που στην πραγματικότητα ισοδυναμούν με ισάριθμα περιβάλλοντα όπου η γαλήνη συναντά τη νοσταλγία και τα οποία υλοποιούνται από συνθεσάιζερ, κίμπορντς, πιάνο (ηλεκτρικό και κλασικό), κιθάρα, μπάσο, ζίθερ, e-bow, τρομπέτα, καμπάνες (tubular bells), φωνητικά… Ποικίλες εικόνες και αναμνήσεις προσπαθούν να στείλουν τον επίδοξο ακροατή στο δικό του παρελθόν και γιατί όχι σε μια άλλη «παράλληλη» πραγματικότητα.

Παρόλο, λοιπόν, που ο Masin εμφανίζεται αραιά στα μουσικά πράγματα, μετρώντας μόλις οκτώ (συμπεριλαμβανομένου και του Talk To The Sea) LPs σε διάστημα τριάντα ετών, το ύφος και η τεχνοτροπία του, δεν ηχούν σήμερα ούτε στο ελάχιστο παρωχημένα. Αυτή η ζεστή ηλεκτρονική του φορεσιά, αναλογικής ιδίως προέλευσης, που διατηρεί στο ακέραιο την οργανική της φυσικότητα, προάγει τη λιτότητα δίχως να στέκεται απλώς σε μια αφαιρετική (την αποκαλείς και abstract) συνθετική οδό. Είναι γεγονός, ότι ο γεννημένος και μονίμως εγκατεστημένος στη Βενετία μουσικός, φτιάχνει ολοκληρωμένα κομμάτια, πότε άρρυθμα και πότε υποστηριζόμενα από φυσικούς και ηλεκτρονικούς ρυθμούς. Κυρίαρχο συστατικό των αναπτύξεών του, τόσο αυτών που παρίστανται σε τούτη την ανθολογία όσο και πολλών ακόμη που εντοπίζονται στη δισκογραφία του, είναι η επίμονη ατμοσφαιρικότητα, η οποία συντίθεται κι από τα διάφορα ηχητικά εφέ (delay, reverb, echo), αλλά και από το φύσει και θέσει αιθέριο αποτύπωμα του παιξίματος των οργάνων (άκου λχ τη «συνομιλία» ζίθερ, πιάνου και e-bow στο “She Wears Shades”).

Σε κάθε περίπτωση, το Talk To The Sea φωτίζει τις πτυχές μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συγκομιδής ηχογραφημάτων, όπως είναι αυτή του Masin, μέσα από υπέροχες αισθητικά εκδόσεις διπλού βινυλίου και cd.

 

Bernard Szajner

 BERNARD SZAJNER – Visions Of Dune
[InFiné, πρώτη κυκλοφορία: 1979]

Οι ήδη μυημένοι στις κατά τόπους και καιρούς «ιδιότητες» της κοσμικής electronica, λογίζουν τον Bernard Szajner ως μια από τις αληθινά αξιόλογες περιπτώσεις δημιουργών. Την ίδια στιγμή, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι υπήρξε ένας θαυμαστός οπτικοακουστικός καλλιτέχνης, εφευρίσκοντας και κατασκευάζοντας διάφορες  (μουσικές και μη) συσκευές και όργανα, όπως το Light Arp που χρησιμοποίησε αργότερα κι ο Jean Michelle Jarre στις συναυλιακές του πανδαισίες, καθώς και πετυχαίνοντας μια εντυπωσιακή σύζευξη ήχου και εικόνας μέσω των lightshows τόσο σε δικές του μουσικές παραστάσεις όσο και σε εκείνες των Who, Gong, Magma κ.α..

Με απαρχή τα τέλη της δεκαετίας του ’70, o προκείμενος Γάλλος επιμελήθηκε μια σειρά από συναρπαστικά μουσικά άλμπουμ, τοποθετώντας την ηλεκτρονική ψυχεδέλεια στο επίκεντρο αυτών. Στο Visions Of Dune του 1979, ειδικότερα, το οποίο επανήλθε στα δισκοπωλεία φέτος, ο Szajner υπογράφει ως Z (Zed) και καταθέτει το δικό του, ηχητικό φόρο τιμής στην περιβόητη sci-fi τριλογία βιβλίων του Dune, που έγραψε ο Frank Herbert και ενέπνευσε ποικίλα καλλιτεχνικά εγχειρήματα (όπως η ομώνυμη ταινία του David Lynch). Εκεί, ξεπροβάλλει μια τεχνοτροπία που κατορθώνει να συγκεράσει με σκιαχτικό τρόπο τον αναλογικό φουτουρισμό των synthesizer (πιο συγκεκριμένα το Odessey της ARP και το OB-X της Oberheim), με την ψηφιακή τεχνολογία (με sequencer επίσης της Oberheim) και (δευτερευόντως) με το ηλεκτρακουστικό αποτέλεσμα της «συνομιλίας» κιθάρας, μπάσου και τυμπάνων, των οποίων (οργάνων) τα μέρη εκτελούνται από άλλους μουσικούς.

Ηλεκτρονική παλμοί μπλέκονται ευφάνταστα με «σπειροειδείς» μελωδίες πλήκτρων και με «συνθετικούς» (κυρίως) ρυθμούς υπό ένα παραισθησιογόνο αποτύπωμα που συνταιριάζει τη γαλλική ηλεκτρονική θεώρηση επί του ήχου με τα ανδραγαθήματα της γερμανικής λέγε με και krautrock σχολής. Όσο χαοτικό σου ακούγεται το Visions Of Dune, τόσο ηθελημένα οργανωμένο είναι… Συνίσταται, δε, ανεπιφύλακτα και σε όσους παραμιλούσαν πέρυσι με την επανακυκλοφορία του σάουντρακ του Mike Ratledge για το Riddles Of The Sphinx.

*To άρθρο δημοσιεύτηκε και στο ΓΚΡΕΚΑ.

Σχολιάστε