Πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Αυτή την εβδομάδα, ο Άρης Μπούρας που κινείται με συνέπεια και αρκούντως προσωπικό λόγο τόσο στους χώρους των μουσικογραφιάδων και των ραδιοφωνικών παραγωγών όσο και σε εκείνον των dj, μας μεταφέρει μερικές κουκκίδες από το ψυχογράφημά του που προέκυψε από τις ακροάσεις του OK Computer των Radiohead.
Το προφίλ του… δισκοπαθούς κατ’ εμέ
Μια δεκαετία κλείνει τις γρίλιες, για να ακολουθήσει έξω από αυτές η επόμενη, με τα πρόσωπα που στα καθ’ ημάς διέγραψαν μια αδιαλείπτως ιδιότυπη πορεία κατά τη διάρκειά της, να αξίζουν μνημόνευσης. Ένα από αυτά κατ’ εμέ, είναι ο Άρης Μπούρας, ο οποίος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο διατυπώνει τις δικές του παραστάσεις από ηχητικά γεγονότα από τα οποία ο ίδιος θέλγεται και τα οποία επιθυμεί να επικοινωνήσει εκεί έξω. Ξέρετε, μιλάμε για μια από εκείνες τις «περιπτώσεις» που μοιάζουν ακούραστες, σχεδόν άκαμπτες από το βάρος των υποχρεώσεων και του βιοποριστικού επίκεντρου της καθημερινότητας. Κοντολογίς, δεν βγάζει τα προς το ζην από τη μουσική, μα την λογίζει ως αληθινά ζωτικό χώρο γι’ αυτόν. Ο Άρης όχι μόνο δεν μοιάζει να παρακάμπτει σε ημερήσια βάση τον τομέα των μουσικών εξελίξεων, μα φροντίζει να τον εντάσσει διαρκώς, με αμείωτο ενδιαφέρον, ένταση και εξερευνητική διάθεση στην πραγματικότητά του.
Από την ιδιότητα του μουσικού συντάκτη, ραδιοφωνικού παραγωγού και disc jockey, ο αποψινός καλεσμένος της Δισκοπάθειας εκφράζει τις ανησυχίες του πλαταίνοντας σταδιακά τους ηχητικούς του ορίζοντες. Στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει το εκάστοτε ηχητικό αποτέλεσμα (σύνθεση, άλμπουμ κλπ) αναγνωρίζει κανείς τη δύναμη και το βάθος που ενέχει η μουσική γλώσσα, μιας και ο ίδιος επιλέγει να ξεκοκαλίσει, να αποδομήσει τα έργα που προτείνει μέσα από μια αναλυτική οδό που πιάνει τόσο τον παλμό του ήχου αυτού καθεαυτού όσο και του πλαισίου στο οποίο αυτός ενεργεί: η ανάλυσή του, εμπεριστατωμένη και ευρυγώνια, αγγίζει τις κοινωνικοπολιτικές (στο μεγαλύτερο κάδρο) διαστάσεις τους, αλλά και τις καθαρά συναισθηματικές απολήξεις των ατόμων που βρίσκονται πίσω από τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Διατελεί εκπρόσωπος του διεθνούς δημοσιογραφικού portal beehy.pe, το οποίο λειτουργεί ως μια πλατφόρμα διάδοσης των μουσικών εξελίξεων -με μη mainstream προδιαγραφές- σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, με τον Άρη να αναλαμβάνει την κάλυψη των εγχώριων ηχητικών τεκταινομένων που κυοφορούνται πίσω από τη βιτρίνα της ευρείας κατανάλωσης. Τα δε Best Of της εκάστοτε χρονιάς, συγκεντρώνουν πρόσωπα που όντως πρωταγωνίστησαν στο μουσικό τοπίο της κάθε χώρας. Την ελληνική ανασκόπηση, ο Άρης θα την συνυπογράψει με μερικούς από τους σημαντικότερους συντάκτες της μουσικής δημοσιογραφίας στην ημεδαπή.
Με κείμενά του στην συναρπαστική ηχητική χαρτογράφηση του mic.gr, καθώς και παλαιότερα στη Lifo και το atraktos.net, ο εν λόγω Θεσσαλονικιός διοχετεύει ιδιοσυγκρασιακά σκέψεις και συναισθήματα, πετυχαίνοντας συγχρόνως κάτι εξαιρετικά σημαντικό: να υπερβαίνει τις στείρες παραθέσεις του προσωπικού θαυμασμού απέναντι σε κάτι και των αποδοκιμασιών απέναντι σε κάτι άλλο, με το να εστιάζει και να μεταφέρει τα εντυπώσεις που δύνανται να άπτονται εν τέλει και μιας μεγαλύτερης εικόνας σε σχέση με το γούστο και την αισθητική, ξεπερνώντας τις στεγνές «μου αρέσει – δε μου αρέσει» αναπτύξεις άποψης. Αντιστοίχως πράττει και στο ραδιοφωνικό μετερίζι, με τον σερραϊκό Ρόδον FM του Μιχάλη Εμμανουηλίδη να αποτελεί το ορμητήριο από το οποίο μας εφοδιάζει με απολαυστικές προτάσεις, οι οποίες διατρέχουν ποικίλες διαθέσεις και ιδιώματα ήχων, από τη ροπή προς τη χορευτική εκτόνωση και το ψυχοπνευματικό δόσιμο, μέχρι την ισορροπία μεταξύ νεύρου και λυρισμού. Προς αυτή την «ανοιχτή» κατεύθυνση, άλλωστε, κλείνουν τα ελκυστικά και αμιγώς εκλεκτικά dj sets του.
Από την αρχή της χρονιάς τον συναντά κανείς -στα πλαίσια της εταιρείας Astralón– ως υπεύθυνο ψηφιακή επικοινωνίας για λογαριασμό της έκθεσης No More Shall We Part, 14 paintings 17 years later του σπουδαίου εικαστικού Στέφανου Ρόκου, γύρω από το διάκοσμο που σκάρωσε αισθαντικά ο Nick Cave και οι Bad Seeds του στο άλμπουμ του No More Shall We Part. Μιας συλλογής πινάκων που απεικονίζουν με την προσωπική οπτική του Ρόκου καθένα από τα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου και η οποία εγκαινιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο στο Μουσείο Μπενάκη, για να μεταφερθεί κι εκτός των τειχών της χώρας, με το Βέλγιο να αποτελεί ένα πρόσφατο σταθμό της και τον αντίκτυπό της να φτάνει μέχρι το Uncut.
Εδώ κι ένα περίπου χρόνο, έχω την χαρά να συνεργάζομαι μαζί του για την έντυπη έκδοση του μουσικού fanzine Lung, με συχνότητα κυκλοφορίας του 2-3 μήνες, που βρίσκεται αισίως στο τέταρτό του τεύχος. Η συνεισφορά του Άρη στο όλο εγχείρημα, είναι πραγματικά σημαντική.
Με το βλέμμα και την ακοή στραμμένη προς τις μουσικές δραστηριότητες του Άρη, αναμένουμε τις επόμενες κινήσεις του, με ενδιαφέρον φυσικά, το δικαιούται.
ΥΓ: Εκτός των άλλων, ο Άρης ηγείται ενός πραγματικά αξιόλογου concept πάνω στις ψηφιακές υπηρεσίες, μέσα από την ομάδα της Astralón (Στέρεο Νόβα είστε εδώ;) που προσανατολίζεται σε Creative Digital Agency (Digital Marketing, Social Media, Culture).
…και τα λόγια του ιδίου για τον αγαπημένο του δίσκο
“Άρη θέλεις να γράψεις για έναν αγαπημένο σου δίσκο για τo μπλογκ;”. Σιωπή. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έρχεται το OK Computer στο μυαλό μου. Διώχνω άρδην τη σκέψη. Μα, σαφώς θα βρω κάτι διαφορετικό, ολίγον τι πιο πρωτότυπο, διαψεύδοντας την “off the top of my head” εφόρμηση των Radiohead.
Τις μέρες που ακολουθούν στέκω μπροστά από τη δισκοθήκη μου. CD, βινύλια, κάποια ψηφιακά αρχεία. Orbital, Portishead, Aphex Twin, Primal Scream, Blur, Mercury Rev, Flaming Lips, Felix Da Housecat, Burial, Animal Collective και πάει λέγοντας. Όλοι τους αγαπημένοι, κανένας όμως δε με παρακινεί τόσο ώστε να τραβήξω – εν τέλει – παραέξω το άλμπουμ για το οποίο θα κάτσω κάτω να γράψω. Παράλληλα, αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ παιδί των ’90s κι early ’00s είμαι. Ίσως τελικά όντως να στοιχειώνουν ολάκερη τη ζωή σου, να χαράζουν τη ψυχή σου, μουσικά άλμπουμ που άκουγες σε “πρώιμη” ηλικία, προτού το αισθαντικό κριτήριο φτάσει σε μια -ας πούμε- σταθερά
Στο μεταξύ, δεκάδες τραγούδια, remix, εναλλακτικές εκτελέσεις φωλιάζουνε μπροστά μου σε 7ιντσα, 12ιντσα, αλλά και CD Single. Η ενασχόλησή μου με το ραδιόφωνο και το DJing δημιουργεί την ανάγκη για το γρήγορο και συναρπαστικό, ικανοποιώντας συνάμα τη φετιχιστική ανάγκη του δισκοπαθούς για τη συγκέντρωση σπάνιων ηχογραφήσεων, αλλά και περιορισμένων σε αριθμό format αποθήκευσης μουσικής. Χμμ, ας εστιάσουμε όμως τώρα σε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ
Το “Airbag” ξεκινάει, ξανά. Η παραγωγή του Nigel Godrich, 22 χρόνια μετά, φαντάζει ακόμη εξωπραγματική. Το μπάσο του Colin Greenwood πάλλει ηχεία και αναμνήσεις ρυθμικά, ισορροπημένα, υπόκωφα.
Το 1997 ήτανε μια χρονιά που η μουσική βιομηχανία περνούσε την τελευταία της ίσως μεγάλη ανάκαμψη, λίγο προτού έρθει οριστικά το διαδίκτυο και διαταράξει τη μετάδοση της μουσικής, αλλάξει τα έως τότε κεκτημένα, αναδιανείμει ρόλους και δημιουργήσει νέες ισορροπίες. Το OK Computer θαρρώ πως είναι από τα τελευταία σπουδαία άλμπουμ εκείνης της εποχής. Σε προσωπικό επίπεδο, το συγκεκριμένο άλμπουμ των Βρετανών έρχεται να δημιουργήσει ένα παράλληλο σύμπαν σ’ ένα νεαρό που έβγαινε τότε από την εφηβεία με τις ορμόνες στο κόκκινο, τα πρώτα υπαρξιακά διλήμματα, αλλά και μια σειρά οικογενειακών αναταράξεων. Η κλασική highfidelitική ρήση στιγματίζει το μυαλό μου: “είμαι μελαγχολικός γιατί ακούω μελαγχολική μουσική, ή ακούω μελαγχολική μουσική γιατί είμαι μελαγχολικός”. Και κάπου εκεί θυμάμαι πάντοτε τον Τζον Κιούζακ νιώθοντας μιαν ανακούφιση και δοξάζοντας τον πανάγαθο. Ναι, δεν είμαι μόνος σ’ ετούτον εδώ τον πλανήτη.
Δε γνωρίζω αν το OK Computer είναι το καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών ή ό,τι σπουδαιότερο είδε ποτέ η μουσική, θαρρώ ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί και παφλασμοί χαίρουν πολλών συζητήσεων που δε με πολυαφορούν. Σίγουρα όμως αναγνωρίζω πόσο, μα πόσο στιγμάτισε τη ζωή μου, καθώς και τη μουσική μου σταδιοδρομία ως ακροατή και εραστή της τέχνης (sic?). Τη στιγμή εκείνη που έσκασε για πρώτη φορά το “Paranoid Android” στο κεφάλι μου αδυνατούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς συνέβαινε. Έκρηξη, παράνοια, αποκαθήλωση, αγγελική παρέμβαση. Το συνοδευτικό βίντεο δε που μεταδίδει η (Μ)TV συμπληρώνει την καλλιτεχνική αποτύπωση.
Από κει κι έπειτα τα πάντα είναι μελαγχολία. Μελαγχολία-κάθαρση, κάθαρση-μελαγχολία, μελαγχολία-κάθαρση και τούμπαλιν. Στο “Exit Music (For A Film)” νιώθεις ανήμπορος την ώρα που προσπαθείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου, πνίγεσαι ενώ αγωνιάς να ανασάνεις. “Breathe, keep breathing…”. Η φωνή του Thom Yorke θρηνεί, συγκινεί, λίγο πριν έρθουν οι μοναδικές κιθάρες του “Let Down” με τη διακριτική αυτή ελπίδα ότι όλα πλέον βαίνουν καλώς (εναντίον όλων μας). Θαρρώ πως λίγα τραγούδια φτάνουν την ποπ τελειότητα του τραγουδιού αυτού. Ασύλληπτα όμορφο.
Πηγαίνοντας παραπέρα, τι ακριβώς να διαχωρίσεις, τι να αφήσεις, τι να περιγράψεις; Η μια ιστορία είναι πιο γοητευτική από την άλλη. Η αμεσότητα του “Karma Police” διασχίζει τα δυο σου ημισφαίρια αστραπιαία, το “No Surprises” σε υπνωτίζει γλυκά με αυτήν την καλοδεχούμενη χαρμολύπη που φέρει λαμπρότητα σε ότι αγγίζει.
Το OK Computer πλημμυρίζει από έξυπνες ιδέες, με καθετί σωστά υπολογισμένο, με μοναδικά εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις. Φέρνει τη σφραγίδα μιας άλλης δεκαετίας, που στέκει όμως εξίσου συναρπαστικά και σήμερα, χρόνια μετά. Είναι από αυτά τα – αγαπημένα – άλμπουμ που προκαλούν τα υψηλότερα αισθήματα, από αυτά τα άλμπουμ που ξέρεις ότι θα βρίσκονται πάντοτε εκεί, δίπλα σου. Salut!
|>| Στήσε αυτί |<|