Ένας Δισκοπαθής Eξομολογείται #28: Άρης Μπούρας

Άρης Μπούρας

Πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Αυτή την εβδομάδα, ο Άρης Μπούρας που κινείται με συνέπεια και αρκούντως προσωπικό λόγο τόσο στους χώρους των μουσικογραφιάδων και των ραδιοφωνικών παραγωγών όσο και σε εκείνον των dj, μας μεταφέρει μερικές κουκκίδες από το ψυχογράφημά του που προέκυψε από τις ακροάσεις του OK Computer των Radiohead. 

Το προφίλ του… δισκοπαθούς κατ’ εμέ

Μια δεκαετία κλείνει τις γρίλιες, για να ακολουθήσει έξω από αυτές η επόμενη, με τα πρόσωπα που στα καθ’ ημάς διέγραψαν μια αδιαλείπτως ιδιότυπη πορεία κατά τη διάρκειά της, να αξίζουν μνημόνευσης. Ένα από αυτά κατ’ εμέ, είναι ο Άρης Μπούρας, ο οποίος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο διατυπώνει τις δικές του παραστάσεις από ηχητικά γεγονότα από τα οποία ο ίδιος θέλγεται και τα οποία επιθυμεί να επικοινωνήσει εκεί έξω. Ξέρετε, μιλάμε για μια από εκείνες τις «περιπτώσεις» που μοιάζουν ακούραστες, σχεδόν άκαμπτες από το βάρος των υποχρεώσεων και του βιοποριστικού επίκεντρου της καθημερινότητας. Κοντολογίς, δεν βγάζει τα προς το ζην από τη μουσική, μα την λογίζει ως αληθινά ζωτικό χώρο γι’ αυτόν. Ο Άρης όχι μόνο δεν μοιάζει να παρακάμπτει σε ημερήσια βάση τον τομέα των μουσικών εξελίξεων, μα φροντίζει να τον εντάσσει διαρκώς, με αμείωτο ενδιαφέρον, ένταση και εξερευνητική διάθεση στην πραγματικότητά του.

Από την ιδιότητα του μουσικού συντάκτη, ραδιοφωνικού παραγωγού και disc jockey, ο αποψινός καλεσμένος της Δισκοπάθειας εκφράζει τις ανησυχίες του πλαταίνοντας σταδιακά τους ηχητικούς του ορίζοντες. Στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει το εκάστοτε ηχητικό αποτέλεσμα (σύνθεση, άλμπουμ κλπ) αναγνωρίζει κανείς τη δύναμη και το βάθος που ενέχει η μουσική γλώσσα, μιας και ο ίδιος επιλέγει να ξεκοκαλίσει, να αποδομήσει τα έργα που προτείνει μέσα από μια αναλυτική οδό που πιάνει τόσο τον παλμό του ήχου αυτού καθεαυτού όσο και του πλαισίου στο οποίο αυτός ενεργεί: η ανάλυσή του, εμπεριστατωμένη και ευρυγώνια, αγγίζει τις κοινωνικοπολιτικές (στο μεγαλύτερο κάδρο) διαστάσεις τους, αλλά και τις καθαρά συναισθηματικές απολήξεις των ατόμων που βρίσκονται πίσω από τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.

Διατελεί εκπρόσωπος του διεθνούς δημοσιογραφικού portal beehy.pe, το οποίο λειτουργεί ως μια πλατφόρμα διάδοσης των μουσικών εξελίξεων -με μη mainstream προδιαγραφές- σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, με τον Άρη να αναλαμβάνει την κάλυψη των εγχώριων ηχητικών τεκταινομένων που κυοφορούνται πίσω από τη βιτρίνα της ευρείας κατανάλωσης. Τα δε Best Of της εκάστοτε χρονιάς, συγκεντρώνουν πρόσωπα που όντως πρωταγωνίστησαν στο μουσικό τοπίο της κάθε χώρας. Την ελληνική ανασκόπηση, ο Άρης θα την συνυπογράψει με μερικούς από τους σημαντικότερους συντάκτες της μουσικής δημοσιογραφίας στην ημεδαπή.

Με κείμενά του στην συναρπαστική ηχητική χαρτογράφηση του mic.gr, καθώς και παλαιότερα στη Lifo και το atraktos.net, ο εν λόγω Θεσσαλονικιός διοχετεύει ιδιοσυγκρασιακά σκέψεις και συναισθήματα, πετυχαίνοντας συγχρόνως κάτι εξαιρετικά σημαντικό: να υπερβαίνει τις στείρες παραθέσεις του προσωπικού θαυμασμού απέναντι σε κάτι και των αποδοκιμασιών απέναντι σε κάτι άλλο, με το να εστιάζει και να μεταφέρει τα εντυπώσεις που δύνανται να άπτονται εν τέλει και μιας μεγαλύτερης εικόνας σε σχέση με το γούστο και την αισθητική, ξεπερνώντας τις στεγνές «μου αρέσει – δε μου αρέσει» αναπτύξεις άποψης.  Αντιστοίχως πράττει και στο ραδιοφωνικό μετερίζι, με τον σερραϊκό Ρόδον FM του Μιχάλη Εμμανουηλίδη να αποτελεί το ορμητήριο από το οποίο μας εφοδιάζει με απολαυστικές προτάσεις, οι οποίες διατρέχουν ποικίλες διαθέσεις και ιδιώματα ήχων, από τη ροπή προς τη χορευτική εκτόνωση και το ψυχοπνευματικό δόσιμο, μέχρι την ισορροπία μεταξύ νεύρου και λυρισμού. Προς αυτή την «ανοιχτή» κατεύθυνση, άλλωστε, κλείνουν τα ελκυστικά και αμιγώς εκλεκτικά dj sets του.

Από την αρχή της χρονιάς τον συναντά κανείς -στα πλαίσια της εταιρείας Astralón– ως υπεύθυνο ψηφιακή επικοινωνίας για λογαριασμό της έκθεσης No More Shall We Part, 14 paintings 17 years later του σπουδαίου εικαστικού Στέφανου Ρόκου, γύρω από το διάκοσμο που σκάρωσε αισθαντικά ο Nick Cave και οι Bad Seeds του στο άλμπουμ του No More Shall We Part. Μιας συλλογής πινάκων που απεικονίζουν με την προσωπική οπτική του Ρόκου καθένα από τα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου και η οποία εγκαινιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο στο Μουσείο Μπενάκη, για να μεταφερθεί κι εκτός των τειχών της χώρας, με το Βέλγιο να αποτελεί ένα πρόσφατο σταθμό της και τον αντίκτυπό της να φτάνει μέχρι το Uncut.

Εδώ κι ένα περίπου χρόνο, έχω την χαρά να συνεργάζομαι μαζί του για την έντυπη έκδοση του μουσικού fanzine Lung, με συχνότητα κυκλοφορίας του 2-3 μήνες, που βρίσκεται αισίως στο τέταρτό του τεύχος. Η συνεισφορά του Άρη στο όλο εγχείρημα, είναι πραγματικά σημαντική.

Με το βλέμμα και την ακοή στραμμένη προς τις μουσικές δραστηριότητες του Άρη, αναμένουμε τις επόμενες κινήσεις του, με ενδιαφέρον φυσικά, το δικαιούται.

ΥΓ: Εκτός των άλλων, ο Άρης ηγείται ενός πραγματικά αξιόλογου concept πάνω στις ψηφιακές υπηρεσίες, μέσα από την ομάδα της Astralón (Στέρεο Νόβα είστε εδώ;) που προσανατολίζεται σε Creative Digital Agency (Digital Marketing, Social Media, Culture).

…και τα λόγια του ιδίου για τον αγαπημένο του δίσκο

[Radiohead: OK Computer, 1997]

“Άρη θέλεις να γράψεις για έναν αγαπημένο σου δίσκο για τo μπλογκ;”. Σιωπή. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έρχεται το OK Computer στο μυαλό μου. Διώχνω άρδην τη σκέψη. Μα, σαφώς θα βρω κάτι διαφορετικό, ολίγον τι πιο πρωτότυπο, διαψεύδοντας την “off the top of my head” εφόρμηση των Radiohead.

Τις μέρες που ακολουθούν στέκω μπροστά από τη δισκοθήκη μου. CD, βινύλια, κάποια ψηφιακά αρχεία. Orbital, Portishead, Aphex Twin, Primal Scream, Blur, Mercury Rev, Flaming Lips, Felix Da Housecat, Burial, Animal Collective και πάει λέγοντας. Όλοι τους αγαπημένοι, κανένας όμως δε με παρακινεί τόσο ώστε να τραβήξω – εν τέλει – παραέξω το άλμπουμ για το οποίο θα κάτσω κάτω να γράψω. Παράλληλα, αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ παιδί των ’90s κι early ’00s είμαι. Ίσως τελικά όντως να στοιχειώνουν ολάκερη τη ζωή σου, να χαράζουν τη ψυχή σου, μουσικά άλμπουμ που άκουγες σε “πρώιμη” ηλικία, προτού το αισθαντικό κριτήριο φτάσει σε μια -ας πούμε- σταθερά

Στο μεταξύ, δεκάδες τραγούδια, remix, εναλλακτικές εκτελέσεις φωλιάζουνε μπροστά μου σε 7ιντσα, 12ιντσα, αλλά και CD Single. Η ενασχόλησή μου με το ραδιόφωνο και το DJing δημιουργεί την ανάγκη για το γρήγορο και συναρπαστικό, ικανοποιώντας συνάμα τη φετιχιστική ανάγκη του δισκοπαθούς για τη συγκέντρωση σπάνιων ηχογραφήσεων, αλλά και περιορισμένων σε αριθμό format αποθήκευσης μουσικής. Χμμ, ας εστιάσουμε όμως τώρα σε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ

Το “Airbag” ξεκινάει, ξανά. Η παραγωγή του Nigel Godrich, 22 χρόνια μετά, φαντάζει ακόμη εξωπραγματική. Το μπάσο του Colin Greenwood πάλλει ηχεία και αναμνήσεις ρυθμικά, ισορροπημένα, υπόκωφα.

Το 1997 ήτανε μια χρονιά που η μουσική βιομηχανία περνούσε την τελευταία της ίσως μεγάλη ανάκαμψη, λίγο προτού έρθει οριστικά το διαδίκτυο και διαταράξει τη μετάδοση της μουσικής, αλλάξει τα έως τότε κεκτημένα, αναδιανείμει ρόλους και δημιουργήσει νέες ισορροπίες. Το OK Computer θαρρώ πως είναι από τα τελευταία σπουδαία άλμπουμ εκείνης της εποχής. Σε προσωπικό επίπεδο, το συγκεκριμένο άλμπουμ των Βρετανών έρχεται να δημιουργήσει ένα παράλληλο σύμπαν σ’ ένα νεαρό που έβγαινε τότε από την εφηβεία με τις ορμόνες στο κόκκινο, τα πρώτα υπαρξιακά διλήμματα, αλλά και μια σειρά οικογενειακών αναταράξεων. Η κλασική highfidelitική ρήση στιγματίζει το μυαλό μου: “είμαι μελαγχολικός γιατί ακούω μελαγχολική μουσική, ή ακούω μελαγχολική μουσική γιατί είμαι μελαγχολικός”. Και κάπου εκεί θυμάμαι πάντοτε τον Τζον Κιούζακ νιώθοντας μιαν ανακούφιση και δοξάζοντας τον πανάγαθο. Ναι, δεν είμαι μόνος σ’ ετούτον εδώ τον πλανήτη.

Δε γνωρίζω αν το OK Computer είναι το καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών ή ό,τι σπουδαιότερο είδε ποτέ η μουσική, θαρρώ ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί και παφλασμοί χαίρουν πολλών συζητήσεων που δε με πολυαφορούν. Σίγουρα όμως αναγνωρίζω πόσο, μα πόσο στιγμάτισε τη ζωή μου, καθώς και τη μουσική μου σταδιοδρομία ως ακροατή και εραστή της τέχνης (sic?). Τη στιγμή εκείνη που έσκασε για πρώτη φορά το “Paranoid Android” στο κεφάλι μου αδυνατούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς συνέβαινε. Έκρηξη, παράνοια, αποκαθήλωση, αγγελική παρέμβαση. Το συνοδευτικό βίντεο δε που μεταδίδει η (Μ)TV συμπληρώνει την καλλιτεχνική αποτύπωση.

Από κει κι έπειτα τα πάντα είναι μελαγχολία. Μελαγχολία-κάθαρση, κάθαρση-μελαγχολία, μελαγχολία-κάθαρση και τούμπαλιν. Στο “Exit Music (For A Film)” νιώθεις ανήμπορος την ώρα που προσπαθείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου, πνίγεσαι ενώ αγωνιάς να ανασάνεις. “Breathe, keep breathing…”. Η φωνή του Thom Yorke θρηνεί, συγκινεί, λίγο πριν έρθουν οι μοναδικές κιθάρες του “Let Down” με τη διακριτική αυτή ελπίδα ότι όλα πλέον βαίνουν καλώς (εναντίον όλων μας). Θαρρώ πως λίγα τραγούδια φτάνουν την ποπ τελειότητα του τραγουδιού αυτού. Ασύλληπτα όμορφο.

Πηγαίνοντας παραπέρα, τι ακριβώς να διαχωρίσεις, τι να αφήσεις, τι να περιγράψεις; Η μια ιστορία είναι πιο γοητευτική από την άλλη. Η αμεσότητα του “Karma Police” διασχίζει τα δυο σου ημισφαίρια αστραπιαία, το “No Surprises” σε υπνωτίζει γλυκά με αυτήν την καλοδεχούμενη χαρμολύπη που φέρει λαμπρότητα σε ότι αγγίζει.

Το OK Computer πλημμυρίζει από έξυπνες ιδέες, με καθετί σωστά υπολογισμένο, με μοναδικά εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις. Φέρνει τη σφραγίδα μιας άλλης δεκαετίας, που στέκει όμως εξίσου συναρπαστικά και σήμερα, χρόνια μετά. Είναι από αυτά τα – αγαπημένα – άλμπουμ που προκαλούν τα υψηλότερα αισθήματα, από αυτά τα άλμπουμ που ξέρεις ότι θα βρίσκονται πάντοτε εκεί, δίπλα σου. Salut!

|>| Στήσε αυτί |<|

Ένας Δισκοπαθής Εξομολογείται #19: Μιχάλης Εμμανουηλίδης

Μιχάλης Εμμανουηλίδης

Σε εβδομαδιαία βάση, πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Αυτή την εβδομάδα, ο υπεύθυνος προγράμματος και ραδιοφωνικός παραγωγός του σερραϊκού ραδιοσταθμού Ρόδον 95 FM, Μιχάλης Εμμανουηλίδης, ανακαλεί διεξοδικά την περίοδο που πρωτοήρθε σε επαφή με το The Head On The Door των Cure, καταγράφοντας τα συστατικά του προκείμενου άλμπουμ που τον οδήγησαν σε αξέχαστη για τον ίδιο συναισθητική φόρτιση.

Το προφίλ του… δισκοπαθούς κατ’ εμέ

Με την εδώ και δεκαετίες συγκέντρωση του ενδιαφέροντος στις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εγχειρήματα που εμφανίστηκαν στην ελληνική επαρχεία δεν λάμβαναν συνήθως την ανταπόκριση που τους αναλογούσε. Εντούτοις, οι τεχνολογικές εξελίξεις και δη η ευρυζωνική εποχή του διαδικτύου, μας παρέχουν από τα μέσα των ’00s τη δυνατότητα να βρισκόμαστε «δίπλα» και να αξιολογούμε ορθότερα τα τεκταινόμενα εκτός του κλασικού διπόλου πρωτεύουσας-συμπρωτεύουσας.

Για τον ραδιοφωνικό σταθμό Ρόδον (95 στα FM), ο οποίος από το 1994 που ιδρύθηκε εδρεύει στις Σέρρες, η δυναμική της ADSL πραγματικότητας λειτούργησε εποικοδομητικά διευρύνοντας το κοινό του και τις καλές κουβέντες που ακούγονταν γύρω από την αισθητική και το επίπεδο του. Αυτή μοιάζει ως μια φυσική εξέλιξη για τον σταθμό, συναρτήσει των κόπων και της προσπάθειας των ανθρώπων αυτού.

Καταγράφοντας τα παραπάνω, μου έρχεται αβίαστα στο νου ο υπεύθυνος προγράμματος και ένας από τους απολαυστικότερους παραγωγούς του Ρόδον, ο Μιχάλης Εμμανουηλίδης.  Λατρεύει τους Στέρεο Νόβα, κι εκτός του ότι διατηρεί ένα εξαιρετικό μουσικό (κυρίως) μπλογκ που φέρει αγγλιστί το όνομά τους, το Stereo Nova (stereonova.blogspot.com), θα τον συναντήσεις εδώ κι εκεί ως Μιχάλη Έψιλον. Με ένα προσωνύμιο, δηλαδή, εμπνευσμένο από εκείνα των μελών του αγαπημένου του αθηναϊκού τρίο, των Μιχάλη Δέλτα, Κωνσταντίνου Βήτα και Αντώνη Πι. Βέβαια, οι τρεις μουσικοί κατασκεύασαν τα καλλιτεχνικά τους ψευδώνυμα χρησιμοποιώντας ως δεύτερο συνθετικό το αρχικό του μικρού ονόματος των πατεράδων τους, ενώ ο αποψινός καλεσμένος της Δισκοπάθειας αξιοποιώντας το πρώτο γράμμα του επιθέτου του…

Στις σχετικές με τη μουσική δραστηριότητες του Μιχάλη, γίνεται άμεσα αντιληπτή η εκλεκτικότητα και η γνώση του γύρω από όσα καταπιάνεται. Ο ίδιος φροντίζει να εντρυφήσει πρώτα στο ηχητικό υλικό και τις προεκτάσεις αυτού, κι έπειτα μας το παρουσιάζει τόσο στην εκπομπή του Club Rodon (κάθε Τρίτη 21:00-23:00 και κάθε Τετάρτη 20:00-21:00), όσο και στον προσωπικό του ιστόχωρο που προανέφερα. Προσωπικά, συναρπάζομαι ακούγοντας και τα-ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός- ambient φύσης mixtapes που ετοιμάζει και ακούγονται στην μεταμεσονύχτια ζώνη του Ρόδον κάτω από τον τίτλο Γυμνή Νύχτα

Η ευρύτητα και η ποικιλομορφία των ακουσμάτων του Μιχάλη, συνάδει κατά πως φαίνεται με εκείνες των υπολοίπων παραγωγών του αγαπημένου σερραϊκού ραδιοσταθμού, προσφέροντας εκπομπές και απόψεις που δεν στέκονται σε κάποια συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα, μα επεκτείνουν τον υφολογικό ορίζοντά τους με γνώμονα την αισθητική και το μεράκι των εμπνευστών τους. (Πειραματική και μη) Ηλεκτρονική σύνθεση σύγχρονης και παλαιάς κοπής, διάφορες τάσεις στη χορευτική μουσική, ανοιχτόμυαλο ροκ, τζαζ με ελευθεριότητα και εξελεγκτική αντίληψη, κλασικότροπες φόρμες και ελεύθερους ηχητικούς αυτοσχεδιασμούς, καθώς και πολλές ακόμη μουσικές «καταστάσεις», δύναται να ακροαστεί κανείς στη συχνότητά του.

Στα αληθινά αξιοσημείωτα της δράσης του Ρόδον, συγκατελέγεται και η ενασχόλησή του με τα ηχητικά δρώμενα της ημεδαπής, μέσα από την επαρκώς επιμελημένη παρουσίαση τους στο πρόγραμμά του, όπως επίσης κι από τις μόνιμες αναφορές σχετικά με αυτά (τα δρώμενα) στο site του. Μάλιστα, με σκοπό να φωτιστούν κατάλληλα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές των εγχώριων μουσικών συμβάντων, δημιουργήθηκε η εκπομπή Night Shift, στην διάρκεια της οποίας ένα πρόσωπο (συνθέτης, παραγωγός, dj, μέλος δισκογραφικής ετικέτας, κλπ) ή σχήμα από το ντόπιο μουσικό… στερέωμα ξεδιπλώνει τις εμμονές του επιλέγοντας μουσικά κομμάτια.

Τερματίζω την πολυλογία μου και αφήνω το Μιχάλη να αναφερθεί σε μια δική του αγάπη.

…και τα λόγια τού ιδίου για τον αγαπημένο του δίσκο

The Cure
[The Cure: The Head On The Door, Fiction/Elektra, 1985]

Πρέπει να είναι από τα δυσκολότερα ερωτήματα που τίθενται γενικώς σ’ έναν μουσικόφιλο. Ποιο είναι το αγαπημένο σου άλμπουμ όλων των εποχών;

Εδώ και αρκετές βδομάδες, από την στιγμή που μου έκανε την συγκεκριμένη ερώτηση και πρόταση ο Παναγιώτης, να γράψω μερικές λέξεις για το αγαπημένο μου άλμπουμ, ανατρέχω σε χιλιάδες δίσκους, τραγούδια, συγκροτήματα, μουσικούς. Σχεδόν τρεις δεκαετίες βουτηγμένος σε ήχους, είδη, μουσικά ρεύματα, hypes. Αριστουργήματα εκατοντάδες εκεί έξω. Επιστρέφω σε προσωπικές στιγμές, περιόδους φιλιών, συναναστροφών και γνωριμιών. Στάσεις μέσα στο χρόνο σε στιγμές που άφησαν ανεξίτηλα χνάρια. Επιλέγω δυο από αυτές που με οδηγούν σε μια τελική επιλογή. Την »είσοδό» μου στο Ποπ Κλαμπ του Γιάννη Πετρίδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και την κάθοδό μου το 1985 στο Rock In Athens. Για τη μουσικόφιλη γενιά μου είναι δυο αυτονόητες επιλογές. Απέραντη αγάπη για το ραδιόφωνο και τη μουσική και αποτίναξη των δεσμών των genre για την πρώτη και το πέρασμα στην »ενηλικίωση» για τη δεύτερη.

Το βράδυ της 27ης Ιουλίου του 1985 στο κέντρο του Παναθηναϊκού Σταδίου δέχομαι την επιφοίτηση του Robert Smith και της παρέας του. Είμαι σίγουρος ότι οι ζωές πολλών παιδιών άλλαξαν εκείνη τη νύχτα. Επιστρέφω Σέρρες, αγοράζω το Live και δεν σταματώ να σκαλίζω σε τοίχους, παγκάκια και θρανία τις λέξεις The Cure. Μερικές βδομάδες αργότερα σκάει μύτη σε τοπικό δισκοπωλείο το The Head On the Door σε κόπια ιταλική. Άλλες εποχές, άλλα μουσικόφιλα ήθη και έθιμα.

Δεν πρόκειται να αμφισβητήσω ότι είχε προηγηθεί του The Head on The Door. Από το Three Imaginary Boys μέχρι το The Top. Δίσκοι σημεία αναφοράς για το είδος της μουσικής και για την πορεία του ίδιου του συγκροτήματος. Το 6ο στούντιο άλμπουμ των The Cure δεν αποτελεί μια προφανή επιλογή. Ήταν ένας δίσκος που εγκαταστάθηκε για τα καλά στο πλατώ του πικάπ και αποτέλεσε σάουντρακ μιας μεγάλης χρονικής περιόδου. Ο δίσκος συνδυάζει εξωστρεφείς ποπ μελωδίες, εξωτικά ηχοχρώματα, ατμόσφαιρες θλίψης και ανελέητου ρομαντισμού. Το μουσικό σύμπαν των The Cure είναι παρόν και οι αντιρρήσεις για την εξωστρέφεια έχουν κατατεθεί ήδη με την κυκλοφορία του The Top. Το “In Between Days” ανοίγει το δίσκο παρασέρνοντας με τον ανέμελο ρυθμό του, τη ζωντάνια της ακουστικής κιθάρας, τα χρωματιστά πλήκτρα. “Yesterday I got so old I felt like I could die” τραγουδάει ο Robert και είμαστε όλοι πληγωμένοι ερωτευμένοι. To Kyoto Song” είναι ένας εσωτερικός εφιάλτης αποτυπωμένος σε μια ασιατική καρτ ποστάλ. Το Push” μια παρότρυνση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το άλλο μας κομμάτι… Στο The Baby Scream” καταγράφεται η αγωνία για το τέλος των βασάνων, στο Close To Me” η αναζήτηση του έρωτα. Το άλμπουμ κλείνει με το Sinking”. “So I trick myself like everybody else I crouch in fear and wait I’ll never feel again”. H βελόνα φτάνει στο τέλος του δίσκου. Επιστροφή στη μοναξιά των εφηβικών δωματίων.

|>| Στήσε αυτί |<|