Μία Δισκοπαθούσα Εξομολογείται #29: Δεσποινίς Τρίχρωμη

Πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Η Δεσποινίς Τρίχρωμη που μας εφοδιάζει με στιγμές γλυκόπικρης αισθαντικότητας ως τραγουδοποιός, αναδίδει τη συγκίνηση που νιώθει όταν έρχεται σε επαφή με την χαμηλότονη εκφραστικότητα του Elliott Smith στο άλμπουμ Either/Or. 

Το προφίλ της… δισκοπαθούσας κατ’ εμέ

Η ιστορία της Δεσποινίς Τρίχρωμη (θα προτιμήσω να μην το κλείσω/νω) μοιάζει λίγο-πολύ γνωστή: Κοπέλα στήνει προσήλωση πίσω από μικρόφωνο και από ένα ή περισσότερα μουσικά όργανα, διοχετεύει τις ανησυχίες και αναζητήσεις της σε τραγούδια όπου η εξομολόγηση είναι αυτοσκοπός και τα συναισθηματικά φορτία δίνουν και παίρνουν. Η διαφοροποίηση τής εδώ παρουσιαζόμενης έγκειται στο ότι τα προϊόντα των εμπνεύσεών της φέρουν ένα καθόλα προσωπικό χαρακτήρα και, χωρίς εκμαιεύσεις που στοχεύουν στον ψυχικό του κόσμο, βάζουν τον δέκτη αβίαστα στην κουβέντα. Θαρρεις πως οι σκέψεις της, από τη στιγμή που κατατίθενται σε λέξεις και ηχητικές φράσεις, αποδρούν από τον μικρόκοσμό της και μεταφέρονται σε εκείνον του ακροατή, καθώς τον τυλίγουν με τη ζεστασιά τους.

Η μουσική της διάλεκτος έχει μια γοητεία που πηγάζει από την ικανότητά της να αφηγείται εμπειρίες σαν να σκιτσάρει τη ρουτίνα της μεγαλούπολης με χρώματα που ξεφεύγουν από το δίπολο άσπρο-μαύρο. Κι είναι επίσης χαρισματικός και πραγματικά ξεχωριστός  ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να δημιουργεί συγχρόνως αισθήματα ευφορίας και μελαγχολίας, διατηρώντας αχανή απόσταση από τις παρυφές της θλίψης. Δεν φαίνεται, πάντως, να παλαντζάρει μεταξύ φωτός και σκοταδιού, παρά μόνο να αφήνεται σε μια γλυκιά με μικρές δόσεις πικρίας διατύπωση των παραστάσεών της, ή μάλλον σαν να τραβά μια ευθεία γραμμή που ενώνει σαγηνευτικά τα μέσα με τα έξω της, το ψυχικό της περιεχόμενο με την εκφραστικότητά της. Μόνος διαμεσολαβητής στην όλη υπόθεση, μια σειρά από μειλίχιες διηγήσεις, στο πλαίσιο μιας συνθετικής οδού που μπορεί να μην αναιρεί τα θεμέλια της παραδοσιακής τραγουδοποιίας στο ανεξάρτητο ηχοτοπίο, μα τους προσδίδει μια ιδιότυπη διάσταση, βιωματική και αναγνωρίσιμη.

Οι συλλήψεις της Δεσποινίς Τρίχρωμη χτίζονται μέσα από μια ηλεκτρο-ακουστική απλότητα, όχι όμως απλοϊκότητα, στο πνεύμα μιας λιτής ενορχηστρωτικής πρακτικής που αφήνει χώρο δράσης στο καθένα από τα δομικά στοιχεία να λάμψει. Στα μελωδικά της σχήματα επικρατεί η ραχοκοκαλιά των πλήκτρων, η οποία πότε λειτουργεί εντελώς αυτόνομα και πότε ακουμπά πάνω σε ήπια -ηλεκτρονικά και μη- beats, ενόσω η ίδια πίσω από το μικρόφωνο απλώνει τις εικόνες της. Εικόνες που δεν είναι αφόρητα αστικές, μα ούτε και προσπαθούν να αποσπαστούν ολοκληρωτικά από την μητροπολιτική καθημερινότητα, στιγμιότυπα που μπλέκουν την ονειροπόληση στην καθημερινότητα και εκείνη που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με την ενήλικη συνειδητοποίηση γύρω από πραγματικά δρώμενα και με μια οπτική που κουβαλά μια όμορφη παιδικότητα.

Αν το ντεμπούτο της εν λόγω Αθηναίας, Που Πάνε τα Μπαλόνια;, μια πενταετία πίσω, επικοινώνησε ηχογραφημένες στιγμές που έδειχναν τις πρώτες, διερευνητικές σε σημεία αποτυπώσεις των παραπάνω χαρακτηριστικών, το επόμενο ολοκληρωμένο έργο της, Όνομα, Ζώο, Πράγμα, δύο χρόνια αργότερα την κατέστησε μια αληθινά αυτόφωτη τραγουδοποιό. Μια τραγουδοποιό με ύφος που το ξεχωρίζεις ευθέως, που δεν ετεροκαθορίζεται από τις επιρροές και τις αναφορές της, κι η οποία μοιάζει να διανύει μια καθαρά δική της διαδρομή. Οι συνθέσεις της, πια, αποκτούν μια αισθαντικότητα που σε περιβάλλει με την ποπ αμεσότητα και τον δροσερό λυρισμό της. Η αέρινη φύση τους αποκρούει κάθε ίχνος βαρύτητας, ρέουν σαν τα καρέ μιας νοσταλγικής ημέρας που ανατρέχει σε όμορφες αναμνήσεις,  κολλάνε σαν συνήθεια στο νου, μα κάθε φορά που τις ακούς δεν μοιάζουν ίδιες με εκείνες της προηγούμενης ακρόασης.

Η ίδια θα συμβάλλει τόσο με την τοποθέτηση της φωνής, όσο και εκτελώντας οργανικά μέρη, στα εγχειρήματα πολλών συναδέλφων της, όπως σε αυτά του The Boy Αλέξανδρου Βούλγαρη (τα LP Έτοιμοι Δύο, Εσύ και Παραδουλεύτρα, το 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα), των αποσυντεθειμένων πια Modrec (Art Naive, το 2008 και Mascaraddiction, το 2010), του Lumiere Brother, πλέον Lumiere, δηλαδή του Θανάση Χριστοδούλου των αδικοχαμένων Serpentine το Fiction του 2009), της Μαριέττα Φαφούτη (Try A Little Romance του 2010 και Homemade Jοy του 2012), της KatΚατερίνας Παπαχρήστου από το Tango with Lions εγχείρημά της  (στο δίσκο Α Long Walk του 2013). Στην παρουσία της στο πρότζεκτ που ξεκίνησε και συνεχίζεται ως σήμερα από τον Δημήτρη Αρώνη, αυτό που ακούει στο όνομα Moa Bones, θα συνδράμει σαν ισότιμο μέλος σε ένα υπέροχα ρομαντικό μπουκέτο κομματιών, δυτικών φολκ προσανατολισμών, αυτό που εσωκλείστηκε στο δίσκο Aquarelles, οκτώ χρόνια πριν.

Κινούμενη σε μια νοητή ζώνη μεταξύ προσκηνίου και παρασκηνίου, η Δεσποινίς Τρίχρωμη έχει γράψει και ερμηνεύσει μερικά από τα ομορφότερα ελληνικά τραγούδια (ολόδικά της ή άλλων δημιουργών) της δεκαετίας που μας αφήνει εντός ολίγου. Το “Όντως Φιλιούνται” πιάνει το σφυγμό της ερωτικής παραζάλης στο σύγχρονο σκηνικό, το “Μπαλόνια” αποτελεί τομή μεταξύ της λεκτικής πρόζας και της electronica όπως πρωτοεκφέρθηκε από την έλευση της Laurie Anderson κι έπειτα, με δόσεις από μια μοντέρνα και κλασσικίζουσα ηλεκτρονική ποπ, το  “Ηλιοβασίλεμα” ανοίγει εποικοδομητικό διάλογο με την μίνιμαλ πλευρά της μοντέρνας orchestral pop. Στα “Φυτό”, “Το Παιδί” και “Το Παγόβουνο” οι πειραματισμοί της, ρυθμικά και αρμονικά, με την ελεγχόμενα θρυμματισμένη αντίληψη περί songwriting -με απόηχους (όχι απαραίτητα αναφορές) από τις μέρες και τις νύχτες των Mum, των Lali Puna, της Morr Music και της Warp Records- θα την φέρει σε απόλυτα προσβάσιμες στιγμές, σαγηνευτικές σε κάθε τους γύρισμα, με μια γενναιόδωρη μελωδικότητα να τις διαπερνά. Είναι κι εκείνη η φωνητική της συμμετοχή στο παρανάλωμα ανατριχίλας που υπέγραψε ο Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) ονόματι “Γλυκειά μου Αγάπη”, μια αξέχαστη ρωγμή στο συνεχές του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού, μια αντανάκλαση του αχού της ελληνικής μεγαλούπολης του τώρα με όρους διαχρονικούς.

Στο μέχρι τώρα βηματισμό της, πέρα από τα δυο προσωπικά της άλμπουμ και τις συνεργασίες της, θα αναλάβει και θα κατορθώσει να σχολιάσει μοναδικά σκηνές σε ταινίες, όπως αυτές των Γιάννη ΚορρέΌντως Φιλιούνται; (2017), The BoyWinona (2019) και σε θεατρικές παραστάσεις, όπως αυτή της Μαριάννα Λιανού με τίτλο Σκαλωσιά (2019)

Εάν τη συναντήσετε σε κάποια από τις λίγες ζωντανές της εμφανίσεις, επιτρέψτε της να σας μεταδώσει μέρος από τη ζεστασιά των τραγουδιών της. Το αξίζετε και το αξίζει. 

…και τα λόγια της ιδίας για τον αγαπημένο της δίσκο

[Elliott Smith: Either/Or, 1997]

Για κάποιο λόγο η έννοια «αγαπημένος μου δίσκος» σχηματίστηκε μέσα μου κάποια συγκεκριμένα χρόνια κάποιας συγκεκριμένης ηλικίας, που ίσως να ισχύει το ίδιο και για τους άλλους, ίσως και όχι, όμως μου δημιουργείται μια απορία: γιατί ανατρέχουμε στο παρελθόν για τον αγαπημένο μας δίσκο και όχι σε κάποιον πιο πρόσφατο που μας έχει κολλήσει και τον ακούμε συνέχεια ; – επειδή αυτά τα πράγματα φαίνονται στο χρόνο (;) το τι θα σε σημαδέψει.

Οι αγαπημένοι μου δίσκοι, όταν τους σκέφτομαι, μου θυμίζουν μία εθιστική μελαγχολία και κάποιες φορές σχεδόν λυπάμαι που αυτό το συναίσθημα πια εμφανίζεται όλο και λιγότερο. Μετά από λίγο το ξεπερνάω πολύ άνετα. Μακάρι να μπορούσα να πω 5 αγαπημένους δίσκους. Όμως, ο ένας που θα διαλέξω (σήμερα) είναι το Either/Or του Elliott Smith.

Κάποιοι θεωρούσαν το άλμπουμ πολύ μαλακό άρα και γω μαλακή είμαι. Πάντα με συγκινούσαν άνθρωποι με πραγματική ανάγκη για έκφραση, που ήξεραν πολύ καλά τι κάνουν όταν φτιάχνουν ένα τραγούδι. Και μέσα σε αυτό το «πολύ καλά» ήταν και το να μην «φωνάζουν» αλλά να σου προκαλούν συναισθήματα με μια έξυπνη ομορφιά που τοποθετούν στα τραγούδια τους με πολλές σίγουρες πινελιές. Ομορφιά που σου φανερώνεται για λίγο.

Ο δίσκος φωνάζει ευαισθησία, από τον τρόπο που είναι παιγμένα τα όργανα μέχρι τον τρόπο που είναι ηχογραφημένα τα όργανα και οι φωνές. Το αδιάκοπο ζεστό μελωδικό ουνίσονο εμπλουτισμένο από έξυπνες δεύτερες φωνές λέει από μόνο του έτσι και αλλιώς ακριβώς αυτό που έχει να πει και ο απλός στίχος των κομματιών. Ταυτοφωνία. Κάποια πολύ σκληρά πράγματα λέγονται εδώ, με τον πιο γλυκό τρόπο. Τα κομμάτια με αέρα χιτ (“Ballad of Big Nothing”, “Pictures of Me”, “Rose Parade”), που είναι και τα περισσότερο ενορχηστρωμένα, φαίνεται να τον ιντριγκάρουν για να εκφράσει περισσότερο κυνισμό, αλληγορική διάθεση και ματαιότητα, αλλά και θυμό σε σημεία. Προσπαθεί να φροντίσει τον εαυτό του με το νανουριστικό και απίστευτα μελαγχολικό, υπέροχο “Airbag” , όμως ποτέ δεν ξεφεύγει από την διαρκή εσωτερική του πάλη (σε πολλά επίπεδα) που παραμονεύει σαν διαρκές σφύριγμα στο πίσω μέρος του μυαλού (“Angeles”). Στο τέλος, μας δείχνει ότι κάπου υπάρχουν κάποια ψήγματα αγάπης προς τον εαυτό του προσπαθώντας συνεχώς να επανορθώσει ακόμα και σε μας…

|>| Στήσε αυτί |<|

Ένας Δισκοπαθής Eξομολογείται #28: Άρης Μπούρας

Άρης Μπούρας

Πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Αυτή την εβδομάδα, ο Άρης Μπούρας που κινείται με συνέπεια και αρκούντως προσωπικό λόγο τόσο στους χώρους των μουσικογραφιάδων και των ραδιοφωνικών παραγωγών όσο και σε εκείνον των dj, μας μεταφέρει μερικές κουκκίδες από το ψυχογράφημά του που προέκυψε από τις ακροάσεις του OK Computer των Radiohead. 

Το προφίλ του… δισκοπαθούς κατ’ εμέ

Μια δεκαετία κλείνει τις γρίλιες, για να ακολουθήσει έξω από αυτές η επόμενη, με τα πρόσωπα που στα καθ’ ημάς διέγραψαν μια αδιαλείπτως ιδιότυπη πορεία κατά τη διάρκειά της, να αξίζουν μνημόνευσης. Ένα από αυτά κατ’ εμέ, είναι ο Άρης Μπούρας, ο οποίος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο διατυπώνει τις δικές του παραστάσεις από ηχητικά γεγονότα από τα οποία ο ίδιος θέλγεται και τα οποία επιθυμεί να επικοινωνήσει εκεί έξω. Ξέρετε, μιλάμε για μια από εκείνες τις «περιπτώσεις» που μοιάζουν ακούραστες, σχεδόν άκαμπτες από το βάρος των υποχρεώσεων και του βιοποριστικού επίκεντρου της καθημερινότητας. Κοντολογίς, δεν βγάζει τα προς το ζην από τη μουσική, μα την λογίζει ως αληθινά ζωτικό χώρο γι’ αυτόν. Ο Άρης όχι μόνο δεν μοιάζει να παρακάμπτει σε ημερήσια βάση τον τομέα των μουσικών εξελίξεων, μα φροντίζει να τον εντάσσει διαρκώς, με αμείωτο ενδιαφέρον, ένταση και εξερευνητική διάθεση στην πραγματικότητά του.

Από την ιδιότητα του μουσικού συντάκτη, ραδιοφωνικού παραγωγού και disc jockey, ο αποψινός καλεσμένος της Δισκοπάθειας εκφράζει τις ανησυχίες του πλαταίνοντας σταδιακά τους ηχητικούς του ορίζοντες. Στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει το εκάστοτε ηχητικό αποτέλεσμα (σύνθεση, άλμπουμ κλπ) αναγνωρίζει κανείς τη δύναμη και το βάθος που ενέχει η μουσική γλώσσα, μιας και ο ίδιος επιλέγει να ξεκοκαλίσει, να αποδομήσει τα έργα που προτείνει μέσα από μια αναλυτική οδό που πιάνει τόσο τον παλμό του ήχου αυτού καθεαυτού όσο και του πλαισίου στο οποίο αυτός ενεργεί: η ανάλυσή του, εμπεριστατωμένη και ευρυγώνια, αγγίζει τις κοινωνικοπολιτικές (στο μεγαλύτερο κάδρο) διαστάσεις τους, αλλά και τις καθαρά συναισθηματικές απολήξεις των ατόμων που βρίσκονται πίσω από τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.

Διατελεί εκπρόσωπος του διεθνούς δημοσιογραφικού portal beehy.pe, το οποίο λειτουργεί ως μια πλατφόρμα διάδοσης των μουσικών εξελίξεων -με μη mainstream προδιαγραφές- σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, με τον Άρη να αναλαμβάνει την κάλυψη των εγχώριων ηχητικών τεκταινομένων που κυοφορούνται πίσω από τη βιτρίνα της ευρείας κατανάλωσης. Τα δε Best Of της εκάστοτε χρονιάς, συγκεντρώνουν πρόσωπα που όντως πρωταγωνίστησαν στο μουσικό τοπίο της κάθε χώρας. Την ελληνική ανασκόπηση, ο Άρης θα την συνυπογράψει με μερικούς από τους σημαντικότερους συντάκτες της μουσικής δημοσιογραφίας στην ημεδαπή.

Με κείμενά του στην συναρπαστική ηχητική χαρτογράφηση του mic.gr, καθώς και παλαιότερα στη Lifo και το atraktos.net, ο εν λόγω Θεσσαλονικιός διοχετεύει ιδιοσυγκρασιακά σκέψεις και συναισθήματα, πετυχαίνοντας συγχρόνως κάτι εξαιρετικά σημαντικό: να υπερβαίνει τις στείρες παραθέσεις του προσωπικού θαυμασμού απέναντι σε κάτι και των αποδοκιμασιών απέναντι σε κάτι άλλο, με το να εστιάζει και να μεταφέρει τα εντυπώσεις που δύνανται να άπτονται εν τέλει και μιας μεγαλύτερης εικόνας σε σχέση με το γούστο και την αισθητική, ξεπερνώντας τις στεγνές «μου αρέσει – δε μου αρέσει» αναπτύξεις άποψης.  Αντιστοίχως πράττει και στο ραδιοφωνικό μετερίζι, με τον σερραϊκό Ρόδον FM του Μιχάλη Εμμανουηλίδη να αποτελεί το ορμητήριο από το οποίο μας εφοδιάζει με απολαυστικές προτάσεις, οι οποίες διατρέχουν ποικίλες διαθέσεις και ιδιώματα ήχων, από τη ροπή προς τη χορευτική εκτόνωση και το ψυχοπνευματικό δόσιμο, μέχρι την ισορροπία μεταξύ νεύρου και λυρισμού. Προς αυτή την «ανοιχτή» κατεύθυνση, άλλωστε, κλείνουν τα ελκυστικά και αμιγώς εκλεκτικά dj sets του.

Από την αρχή της χρονιάς τον συναντά κανείς -στα πλαίσια της εταιρείας Astralón– ως υπεύθυνο ψηφιακή επικοινωνίας για λογαριασμό της έκθεσης No More Shall We Part, 14 paintings 17 years later του σπουδαίου εικαστικού Στέφανου Ρόκου, γύρω από το διάκοσμο που σκάρωσε αισθαντικά ο Nick Cave και οι Bad Seeds του στο άλμπουμ του No More Shall We Part. Μιας συλλογής πινάκων που απεικονίζουν με την προσωπική οπτική του Ρόκου καθένα από τα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου και η οποία εγκαινιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο στο Μουσείο Μπενάκη, για να μεταφερθεί κι εκτός των τειχών της χώρας, με το Βέλγιο να αποτελεί ένα πρόσφατο σταθμό της και τον αντίκτυπό της να φτάνει μέχρι το Uncut.

Εδώ κι ένα περίπου χρόνο, έχω την χαρά να συνεργάζομαι μαζί του για την έντυπη έκδοση του μουσικού fanzine Lung, με συχνότητα κυκλοφορίας του 2-3 μήνες, που βρίσκεται αισίως στο τέταρτό του τεύχος. Η συνεισφορά του Άρη στο όλο εγχείρημα, είναι πραγματικά σημαντική.

Με το βλέμμα και την ακοή στραμμένη προς τις μουσικές δραστηριότητες του Άρη, αναμένουμε τις επόμενες κινήσεις του, με ενδιαφέρον φυσικά, το δικαιούται.

ΥΓ: Εκτός των άλλων, ο Άρης ηγείται ενός πραγματικά αξιόλογου concept πάνω στις ψηφιακές υπηρεσίες, μέσα από την ομάδα της Astralón (Στέρεο Νόβα είστε εδώ;) που προσανατολίζεται σε Creative Digital Agency (Digital Marketing, Social Media, Culture).

…και τα λόγια του ιδίου για τον αγαπημένο του δίσκο

[Radiohead: OK Computer, 1997]

“Άρη θέλεις να γράψεις για έναν αγαπημένο σου δίσκο για τo μπλογκ;”. Σιωπή. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έρχεται το OK Computer στο μυαλό μου. Διώχνω άρδην τη σκέψη. Μα, σαφώς θα βρω κάτι διαφορετικό, ολίγον τι πιο πρωτότυπο, διαψεύδοντας την “off the top of my head” εφόρμηση των Radiohead.

Τις μέρες που ακολουθούν στέκω μπροστά από τη δισκοθήκη μου. CD, βινύλια, κάποια ψηφιακά αρχεία. Orbital, Portishead, Aphex Twin, Primal Scream, Blur, Mercury Rev, Flaming Lips, Felix Da Housecat, Burial, Animal Collective και πάει λέγοντας. Όλοι τους αγαπημένοι, κανένας όμως δε με παρακινεί τόσο ώστε να τραβήξω – εν τέλει – παραέξω το άλμπουμ για το οποίο θα κάτσω κάτω να γράψω. Παράλληλα, αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ παιδί των ’90s κι early ’00s είμαι. Ίσως τελικά όντως να στοιχειώνουν ολάκερη τη ζωή σου, να χαράζουν τη ψυχή σου, μουσικά άλμπουμ που άκουγες σε “πρώιμη” ηλικία, προτού το αισθαντικό κριτήριο φτάσει σε μια -ας πούμε- σταθερά

Στο μεταξύ, δεκάδες τραγούδια, remix, εναλλακτικές εκτελέσεις φωλιάζουνε μπροστά μου σε 7ιντσα, 12ιντσα, αλλά και CD Single. Η ενασχόλησή μου με το ραδιόφωνο και το DJing δημιουργεί την ανάγκη για το γρήγορο και συναρπαστικό, ικανοποιώντας συνάμα τη φετιχιστική ανάγκη του δισκοπαθούς για τη συγκέντρωση σπάνιων ηχογραφήσεων, αλλά και περιορισμένων σε αριθμό format αποθήκευσης μουσικής. Χμμ, ας εστιάσουμε όμως τώρα σε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ

Το “Airbag” ξεκινάει, ξανά. Η παραγωγή του Nigel Godrich, 22 χρόνια μετά, φαντάζει ακόμη εξωπραγματική. Το μπάσο του Colin Greenwood πάλλει ηχεία και αναμνήσεις ρυθμικά, ισορροπημένα, υπόκωφα.

Το 1997 ήτανε μια χρονιά που η μουσική βιομηχανία περνούσε την τελευταία της ίσως μεγάλη ανάκαμψη, λίγο προτού έρθει οριστικά το διαδίκτυο και διαταράξει τη μετάδοση της μουσικής, αλλάξει τα έως τότε κεκτημένα, αναδιανείμει ρόλους και δημιουργήσει νέες ισορροπίες. Το OK Computer θαρρώ πως είναι από τα τελευταία σπουδαία άλμπουμ εκείνης της εποχής. Σε προσωπικό επίπεδο, το συγκεκριμένο άλμπουμ των Βρετανών έρχεται να δημιουργήσει ένα παράλληλο σύμπαν σ’ ένα νεαρό που έβγαινε τότε από την εφηβεία με τις ορμόνες στο κόκκινο, τα πρώτα υπαρξιακά διλήμματα, αλλά και μια σειρά οικογενειακών αναταράξεων. Η κλασική highfidelitική ρήση στιγματίζει το μυαλό μου: “είμαι μελαγχολικός γιατί ακούω μελαγχολική μουσική, ή ακούω μελαγχολική μουσική γιατί είμαι μελαγχολικός”. Και κάπου εκεί θυμάμαι πάντοτε τον Τζον Κιούζακ νιώθοντας μιαν ανακούφιση και δοξάζοντας τον πανάγαθο. Ναι, δεν είμαι μόνος σ’ ετούτον εδώ τον πλανήτη.

Δε γνωρίζω αν το OK Computer είναι το καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών ή ό,τι σπουδαιότερο είδε ποτέ η μουσική, θαρρώ ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί και παφλασμοί χαίρουν πολλών συζητήσεων που δε με πολυαφορούν. Σίγουρα όμως αναγνωρίζω πόσο, μα πόσο στιγμάτισε τη ζωή μου, καθώς και τη μουσική μου σταδιοδρομία ως ακροατή και εραστή της τέχνης (sic?). Τη στιγμή εκείνη που έσκασε για πρώτη φορά το “Paranoid Android” στο κεφάλι μου αδυνατούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς συνέβαινε. Έκρηξη, παράνοια, αποκαθήλωση, αγγελική παρέμβαση. Το συνοδευτικό βίντεο δε που μεταδίδει η (Μ)TV συμπληρώνει την καλλιτεχνική αποτύπωση.

Από κει κι έπειτα τα πάντα είναι μελαγχολία. Μελαγχολία-κάθαρση, κάθαρση-μελαγχολία, μελαγχολία-κάθαρση και τούμπαλιν. Στο “Exit Music (For A Film)” νιώθεις ανήμπορος την ώρα που προσπαθείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου, πνίγεσαι ενώ αγωνιάς να ανασάνεις. “Breathe, keep breathing…”. Η φωνή του Thom Yorke θρηνεί, συγκινεί, λίγο πριν έρθουν οι μοναδικές κιθάρες του “Let Down” με τη διακριτική αυτή ελπίδα ότι όλα πλέον βαίνουν καλώς (εναντίον όλων μας). Θαρρώ πως λίγα τραγούδια φτάνουν την ποπ τελειότητα του τραγουδιού αυτού. Ασύλληπτα όμορφο.

Πηγαίνοντας παραπέρα, τι ακριβώς να διαχωρίσεις, τι να αφήσεις, τι να περιγράψεις; Η μια ιστορία είναι πιο γοητευτική από την άλλη. Η αμεσότητα του “Karma Police” διασχίζει τα δυο σου ημισφαίρια αστραπιαία, το “No Surprises” σε υπνωτίζει γλυκά με αυτήν την καλοδεχούμενη χαρμολύπη που φέρει λαμπρότητα σε ότι αγγίζει.

Το OK Computer πλημμυρίζει από έξυπνες ιδέες, με καθετί σωστά υπολογισμένο, με μοναδικά εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις. Φέρνει τη σφραγίδα μιας άλλης δεκαετίας, που στέκει όμως εξίσου συναρπαστικά και σήμερα, χρόνια μετά. Είναι από αυτά τα – αγαπημένα – άλμπουμ που προκαλούν τα υψηλότερα αισθήματα, από αυτά τα άλμπουμ που ξέρεις ότι θα βρίσκονται πάντοτε εκεί, δίπλα σου. Salut!

|>| Στήσε αυτί |<|

Μία Δισκοπαθούσα Εξομολογείται #27: Στέλλα Χρονοπούλου (Σtella)

Σε εβδομαδιαία βάση, πρόσωπα που ασχολούνται εμπράκτως με τη μουσική εξομολογούνται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη τους για έναν δίσκο. Αυτή την εβδομάδα, η Στέλλα Χρονοπούλου, γνωστή από τις μουσικές της δράσεις απλώς ως Σtella, εξηγεί πώς μια τυχαία συνάντηση με το άλμπουμ The Amazing New Electronic Pop Sound τού Jean Jacques Perrey, κατέληξε σχεδόν ενστικτωδώς… μοιραία. 

Το προφίλ της… δισκοπαθούσας κατ’ εμέ

Ορισμένες φορές, από τη στιγμή που έρχεσαι σε επαφή με το καλλιτεχνικό έργο ενός ανθρώπου, είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστείς αυτό το άτομο να λειτουργεί σε ένα γενικότερο πλαίσιο αφήνοντας κατά μέρος τα όσα σχετίζονται με το έργο αυτό. Με άλλα λόγια, μοιάζει κομμάτι δύσκολο να κάνεις εικόνα το πρόσωπο αυτό να καταπιάνεται με τα «εντελώς καθημερινά πράγματα».  Στο όραμα δε της Στέλλας Χρονοπούλου και της απολαυστικής ποπ αμεσότητας που την διακρίνει, η διαπίστωση για την οποία σας μιλάω βρίσκει ένα κατάλληλο αποκούμπι για να επιβεβαιωθεί. Η πορεία της προκείμενης Γλυφαδιώτισσας, κύλησε τόσο από την ιδιότητα της τραγουδίστριας όσο και από εκείνη της αυτόφωτης δημιουργού ηχητικών στιγμών.

Με θέση ανάμεσα στις πλέον δραστήριες φιγούρες της τρέχουσας δεκαετίας στην εγχώρια μουσική πραγματικότητα, η Στέλλα Χρονοπούλου εξέφρασε τη δημιουργικότητά της ως Σtella, ορθά-κοφτά. Μπορείς κάλλιστα να φέρεις στη μνήμη την αποτελεσματική της ανάμειξη σε εγχειρήματα συναδέλφων της. Ο λόγος για προσωπικές δουλειές των My Wet Calvin, στο “XS Underwear” τους η Σtella εκπέμπει χορευτική κάψα από μικροφώνου, του Coti K., στο ντεμπούτο του ως The Man From Managra πίσω στο 2014 εκείνη αποθέτει με αισθαντικότητα και ανεμελιά ένα γλυκόπικρο τραγούδισμα σε δύο συνθέσεις του, των Expert Medicine, στο Perfect Maniac LP (2011) των οποίων οποίων η ίδια συντονίζεται υπέροχα με ένα ρυθμικό ντίσκο σκηνικό…

Θυμάμαι εξίσου έντονα με τα προαναφερθέντα και τη συνεισφορά της στη διασκευή στο Nightcall του Kavinsky δια χειρός Sillyboy, όπου πιάνει το κλίμα του κομματιού με μια ορθώς αποστασιοποιημένη εκφραστικότητα στα φωνητικά, προσδίδοντάς του έναν αέρινο συναισθηματισμό. Δεν ξεχνώ, επίσης, τις νωχελικά ρομαντικές τοποθετήσεις της στο ονειροπόλα disco/electro pop “Never Without You του NTEIBINT, προ τετραετίας, καθώς και τη φετινή της συμμετοχή στο “A State Nearby του ιδίου, όπου βυθίζεται και μας βυθίζει σε ένα φουτουριστικά μελαγχολικό electro-φόντο. Κάπου εδώ, θα μου πεις: “δεν ανέφερες τίποτα για τον φανταστικό διάκοσμο που έστησε μαζί με τους Sad Disco στο “Glory των ιδίων”. Πρόκειται για ένα disco/house χάσιμο, το οποίο εντείνει το ξεφάντωμα του μέσα από τα «υπεριπτάμενα», αισθησιακά και σκερτσόζικα φωνητικά της Stella.

Εκείνο, πάντως, που θεωρώ ότι έδωσε επιπρόσθετες χάρες σε αυτό που η αποψινή καλεσμένη της Δισκοπάθειας καθορίζει ως σταδιοδρομία, είναι η δική της, προσωπική ματιά πάνω στην ίδια τη συνθετική διαδικασία. Η αντίληψη της ως τραγουδοποιού και τραγουδίστριας την ίδια στιγμή, είναι αυτή που κυρίως την κατατάσσει στις εξέχουσες ποπ «περιπτώσεις» των ’10s εκ της ημεδαπής. Αρχικώς, η Stella έδωσε songwriting στίγμα το 2014 μέσα από το 7» single Holding Grass των Fever Kids, δηλαδή του ντουέτου που διατηρεί με τον Αλέξη Ζαμπάρα, κιθαρίστα, μεταξύ άλλων, των Expert Medicine. Ένα κομμάτι αληθινό ξέδομα, όπου τα beats ρέουν συναρπαστικά δίπλα σε ευκολομνημόνευτες μελωδίες από synths, κιθάρες, ηλεκτρονικά εργαλεία και φωνές.

Ακολουθεί, έπειτα, μια πιο ολοκληρωμένη παρουσία της στο πεδίο της τραγουδοποιίας, αυτή που κατατίθεται στο ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ της, για την Inner Ear, την επόμενη χρονιά. Βλέπετε, εντός του εκτυλίσσεται ένας γόνιμος και εύληπτος διάλογος μεταξύ μελωδικότητας και ρυθμολογίας, όχι μόνο στα πιασάρικα ρεφρέν, αλλά και οπουδήποτε αλλού στις κλιμακώσεις των συλλήψεών της. Οι ηλεκτρονικές μελωδίες του είναι γεμάτες από hooks, ευάερες, ανοιχτόκαρδες και καλοσχηματισμένες, στρόγγυλες θα έλεγες με μια λέξη. Το ύφος του δίσκου, γενικότερα, κινείται σε ένα ευρύ electro-pop φάσμα και δίχως να αναπαράγει ερεθίσματα και επιρροές, χαρακτηρίζεται από μια αδιάσπαστη συνοχή και από μια ροή που σε κρατάει εκεί, δίπλα του. Είναι κι αυτές οι άχαστες λεπτομέρειες που χτίζει με τη βοήθεια και της ενορχήστρωσης, οι οποίες προέρχονται από πλήκτρα, κιθάρες και κρουστά. Συνυπολογίστε και το funky groove του ρυθμικού τμήματος, με μπάσο-τύμπανα να στρώνουν ευφορικά το χορό.

Δύο χρόνια αργότερα, η δισκογραφική επαναδραστηριοποίησή της θα υπογραμμίσει και πάλι όμορφα τις αρετές της γραφής της. Η ποπ της είναι αναζωογονητικά αισιόδοξη, έχει εξαιρετική πλοκή και εσωκλείει με εκλεκτικότητα εδώ κι εκεί ιχνοστοιχεία από διάφορα ηχητικά ιδιώματα. Το Works For You αποτελεί ένα σύνολο στιγμιοτύπων που φέρουν κάτι από το περιβάλλον των εξαίσιων live εμφανίσεων της Σtella. Τα όργανα που αξιοποιήθηκαν είναι περισσότερα σε πλήθος και πιο ενεργητικά σε συνδρομή σε σχέση με το παρελθόν, οι υφολογικοί ορίζοντες πλαταίνουν, η αισθητική εν γένει απλώνεται και οι αναπτύξεις αποκτούν μεγαλύτερη ποικιλία σε συστατικά και προεκτάσεις. Η εξέλιξη που επιφυλάσσει στην τεχνοτροπία της η Σtella είναι θαυμαστή. Χωρίς να γίνεται huge και μεγαλεπήβολο το ύφος της, ανοίγεται περισσότερο στο δέκτη, έχει πια μια εξωστρέφεια πιο έντονη, αυξάνοντας τις οδούς επικοινωνίας με τον ακροατή. Συγχρόνως βαθαίνει το ηχητικό του μεδούλι, με τα κιθαριστικά indie pop μέρη (από τα βρετανικά ’80s έως και τα αντίστοιχα ’00s) να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή, προσφέροντας πολλά σημεία για να πιαστείς. Όσο για την αμεσότητα και την ευθύτητα, θα έλεγες ότι εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο όλον ενός έργου της Σtella.

Δεν ξέρω που θα βγάλει η μοίρα το εκφραστικό όχημα που με επιδεξιότητα και χαρά οδηγεί η Σtella. Αυτό που μου δίνει να καταλάβω, πάραυτα, είναι ότι αυτή ρυθμίζει τις τύχες του (και της) με οτιδήποτε πιστεύει πως γεμίζει πρώτα απ’ όλα την ίδια. Εδώ θα είμαστε, να την απολαμβάνουμε.

…και τα λόγια της ιδίας για τον αγαπημένο της δίσκο

[Jean Jacques Perrey: The Amazing New Electronic Pop Sound, 1968]

Έμαθα για τον Jean Jacques Perrey την ημέρα που πέθανε. Για εμένα βέβαια εκείνη την μέρα γεννήθηκε. Ήταν 4 Νοεμβρίου του 2016 και υπήρχε ένα θέμα στην Guardian που τυχαία άνοιξα. Έκτοτε διάβασα πολλά για αυτόν και έμαθα ότι θεωρείται ένας από τους Pioneer της ηλεκτροκινής μουσικής. Ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκε με τις λούπες, τα sequencer και τα moog. Έχω ακούσει αρκετούς από τους δίσκους του και σίγουρα έχω επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό αυτά τα δυο τελευταία χρόνια, καθώς τον ακούω πολύ συχνά, σε σταθερή βάση.

Θα πρότεινα σε όλους να ακούσουν το δίσκο The Amazing New Electronic Pop Sound, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη παιδικότητα, πράγμα που εκτιμώ βαθύτατα. Η παλέτα των ήχων είναι φοβερά διασκεδαστική και είναι συγκεκριμένα κάτι που με έχει κάνει να αγαπήσω πολύ αυτόν τον δίσκο. Είναι αστείος και σοβαρός μαζί, μια ποιότητα που πολύ σπάνια μπορεί να συναντήσει κάνεις. Δεν είναι εύκολο να είσαι αυτά τα δυο πράγματα μαζί με τόσο καλό τρόπο.

Είναι εντυπωσιακό το μπλέξιμο κλασσικών και σύγχρονων στοιχείων αν αναλογιστούμε ότι αυτός ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1968. Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόντουσαν οι άνθρωποι που το άκουγαν τότε και πως το υποδέχθηκαν.

Δεν μπορώ να πω πολλά παραπάνω πράγματα για αυτόν τον δίσκο γιατί τον σέβομαι. Ίσως και αυτά που είπα μέχρι τώρα να είναι μπούρδες. Σημασία έχει ότι θα τον ακούω συνέχεια και για πάντα και θα μου κάνει καλό κάθε φορά.

|>| Στήσε αυτί |<|